Κεφάλαιο 4

3.1K 362 8
                                    

Το επόμενο πρωί τα κορίτσια άργησαν να ξυπνήσουν. Η Ίριδα ξύπνησε πρώτη και δεν προσπάθησε καν να σηκώσει την υπναρού φίλη της. Έβαλε τις φόρμες της και βγήκε από το δωμάτιο.

Η Μάγδα όταν τους ενημέρωνε για τις παροχές του ξενοδοχείου τους είχε πει οτι είχε φτιαχτεί ένα μεγάλο μονοπάτι για όποιον ήθελε να κάνει τζόκινγκ, το οποίο ακολουθούσε τα όρια του οικοπέδου του ξενοδοχείου. Επίσης τους είπε οτι επειδή το ξενοδοχείο ήταν τόσο απομονωμένο, οι εργαζόμενοι μπορούσαν να χρησιμοποιούν τις παροχές του ξενοδοχείου σε ώρες που δεν είχαν πολύ κίνηση, φτάνει να μην φορούσαν την στολή τους και να ήταν ευπρεπώς ντυμένοι.

Η Ίριδα έβαλε τα ακουστικά της και άρχισε να τρέχει. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανένας άλλος  στο μονοπάτι. Έτρεχε βυθισμένη στην μελωδία που άκουγε ώσπου διέκρινε μπροστά της έναν άντρα να τρέχει και εκείνος έχοντας δίπλα του ένα όμορφο λυκόσκυλο. Η Ίριδα έκοψε ταχύτητα για να μην ενοχλήσει τον πελάτη ώσπου στο τέλος αποφάσισε να σταματήσει για να πάρει μια ανάσα και να του δώσει χρόνο να απομακρυνθεί. Βγήκε από το μονοπάτι και πήγε κάθισε σε ένανπλατύ βράχο που έβλεπε την πλαγιά του απέναντι βουνού. Η μουσική από το πιάνο που άκουγε, ταίριαζε πολύ με την θέα μπροστά της.  Πήρε μια βαθιά ανάσα από καθαρό αέρα που της έκαψε τα πνευμόνια αφού ήταν παγωμένος ενώ σκεφτόταν πόσο ωραίο θα ήταν να μπορούσε να παίξει πιάνο. Είχε πολύ καιρό να ασχοληθεί με την μουσική. Πήγαινε για πολλά χρόνια στο ωδείο όπου μάθαινε πιάνο και τραγούδι. Εκεί είχαν γνωριστεί και με την Δήμητρα που ασχολούνταν με το τραγούδι.

Η Ίριδα ξάπλωσε πίσω στον παγωμένο βράχο και έκλεισε τα μάτια της. Όσο κόπανος και αν ήταν το αφεντικό της δεν είχε την πολυτέλεια να μπορεί να χάσει αυτή την δουλειά. Έπρεπε να μείνει εκεί με κάθε θυσία. Οι γονείς της πόνταραν σε αυτά τα λεφτά.

Μικρές παγωμένες νιφάδες έπεσαν στο πρόσωπό της και την έκαναν να ανοίξει τα μάτια της. Είχε αρχίσει να χιονίζει πάλι. Ήταν έτοιμη να σηκωθεί από τον βράχο όταν άκουσε το γάβγισμα ενός σκύλου δίπλα της. Ήταν το λυκόσκυλο που είχε δει προηγουμένως που είχε σταθεί δίπλα της και της γάβγιζε κουνώντας την ουρά του.

Η Ίριδα ανακάθισε απότομα και χαμογέλασε πλατιά: " Ποιος είσαι εσύ;" Άπλωσε τα χέρια της και χάιδεψε το σκύλο: " Γιατί είσαι μόνος σου;" Κοίταξε γύρω της  και τότε τον είδε. Ο Νικ πλησίαζε με αργά βήματα προς το μέρος της, με την ίδια παγωμένη έκφραση που είχε και την προηγούμενη μέρα. Σηκώθηκε όρθια για να τον αντιμετωπίσει.

"Καλημέρα" Της είπε στα αγγλικά.

"Καλημέρα." Του απάντησε και εκείνη στα αγγλικά.

Μετά χωρίς να της πει τίποτα άλλο έπιασε το λουρί στο λαιμό του σκύλου του και τον πήρε μαζί του γυρίζοντάς της την πλάτη.

"Παγοκολώνα... κάνεις το χιόνι να μοιάζει ζεστό τσάι." Ψιθύρισε οργισμένη. Τίναξε τα ρούχα της και πήρε και πάλι το μονοπάτι σε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που πήγε ο Νικ. Η διάθεσή της είχε χαλάσει.


Όταν μπήκε στο δωμάτιο η Δήμητρα κοιμόταν ακόμη. Η Ίριδα πήγε κοντά της και την κούνησε ελαφρά: " Δήμητρα... Δεν θα σηκωθείς ακόμη; Εννιά η ώρα."

"Φύγε από κοντά μου ενοχλητική μύγα. Νυστάζω. Αν σηκωθώ τώρα, το βράδυ θα κουτουλάω στην δουλειά. Άσε με." Η φίλη της σκεπάστηκε με το πάπλωμα σηματοδοτώντας το τέλος της συζήτησης.

Η Ίριδα αναστέναξε και αφού έκανε ένα ντουζ πήγε στην κουζίνα. Αφού τσίμπησε έφυγε για να βρει την Μάγδα.

"Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι; Δεν μπορώ να κάθομαι χωρίς να κάνω κάτι."

Η γυναίκα την κοίταξε χαμογελαστή: " Απόλαυσε το χρόνο που έχεις για ξεκούραση. Γιατί δεν κατεβαίνεις στο χωριό; Θα κατεβεί ο Πάνος για κάτι δουλειές, πήγαινε μαζί του."

Ήταν μια καλή ιδέα αφού δεν είχε προλάβει να δει καθόλου το γραφικό χωριό.

"Σε πόση ώρα θα φύγει;"

"Τώρα. Πήγαινε να τον βρεις στην κουζίνα."

Πράγματι ο Πάνος συζητούσε με κάποιον μπροστά στην πόρτα της κουζίνας. Μόλις την είδε χαμογέλασε και χαιρέτησε τον άλλο άντρα: " Τι γίνεται μικρή;"

"Κύριε Πάνο θα κατεβείτε στο χωριό;"

"Ναι, φεύγω τώρα."

" Μήπως θα μπορούσα να κατεβώ μαζί σας;"

"Φυσικά. Έλα πάμε." Ο άντρας την οδήγησε στο βανάκι αλλά στο εσωτερικό ήδη περίμενε κάποιος που την έκανε να κοντοσταθεί αμήχανα. Στην θέση του συνοδηγού καθόταν ο Νικ Στεφάνου που την κοίταξε αδιάφορα.

Ο Πάνος την είδε να διστάζει και την ρώτησε : " Γιατί δεν μπαίνεις;"

"Δεν ήξερα οτι θα ερχόταν μαζί και ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου. Αν το ήξερα δεν θα ερχόμουν."

Ξαφνικά η πίσω πόρτα του βαν άνοιξε και ο Νικ φώναξε ανυπόμονα από το εσωτερικό: " Μπες μέσα να φύγουμε."

Ο Πάνος του έριξε μια μια παραξενεμένη ματιά και είπε απαλά στην Ίριδα: " Έλα μπες μέσα. Δεν θα σε φάει ο Νικ."

Καταλαβαίνοντας οτι δεν είχε άλλη επιλογή αν δεν ήθελε να την βάλει περισσότερο στο μάτι το αφεντικό της αναστέναξε και μπήκε στο βαν.





ΛΕΥΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑWhere stories live. Discover now