Κεφάλαιο 11

47 9 0
                                    

3 Απριλίου 1820

Το πρωί για τους πρωταγωνιστές ξεκίνησε βαρύ, κυρίως για τον Πέτρο. Ακόμα κι αν δεν παραδεχόταν το γεγονός ότι η Σάρα δεν ήταν μια απλή φιλοξενούμενη, όταν ξύπνησε είχε χάλια διάθεση. Η Σάρα ήταν ανήσυχη για όλη την κατάσταση. Δεν ήξερε τι φαγητό να ετοιμάσει και επίσης δεν έπαιρνε το βλέμμα της πάνω από τον Πέτρο. Αναρωτιόταν γιατί ήταν τόσο κακόκεφος. Η κυρά-Μαριάννα εκείνη την ημέρα ήταν απασχολημένη με το μωρό κι έτσι δεν έδωσε σημασία στους δύο νέους, όπως και η υπόλοιπη οικογένεια, εκτός από τον Στάθη, ο οποίος από μέσα του γελούσε γιατί ήταν τόσο εύκολο να διαβάσεις τα πρόσωπά τους.

Το μεσημέρι κόντευε, και ο Πέτρος δεν τολμούσε να γυρίσει πίσω στο σπίτι για να δει την Σάρα να μαγειρεύει για τον Θέμη. Ωστόσο, η Σάρα είχε άλλα σχέδια. Πριν φύγει για να πάει στο σπίτι του Θέμη, άφησε ένα ακόμα πιάτο φαγητό στο δωμάτιο του Πέτρου και ένα σημείωμα από δίπλα. Φτάνοντας στο σπίτι του Θέμη άρχισε να τρέμει από το άγχος και ίσως από φόβο. Η πρώτη συνάντηση δεν έδειξε ότι ήταν και πολύ ευγενικός. Σταμάτησε έξω από την πόρτα του και κοντοστάθηκε εκεί για μερικά λεπτά. Δεν ήθελε να χτυπήσει την πόρτα. Αισθανόταν ότι κάτι δεν θα πήγαινε καλά.

Εν τω μεταξύ ο Πέτρος τελικά γύρισε σπίτι. Όλοι είχαν φάει ήδη χωρίς αυτόν και την Σάρα. Μπήκε στο δωμάτιό του για να αλλάξει και τότε είδε το πιάτο και το σημείωμα, στο οποίο η Σάρα είχε γράψει:

«Πέτρο σου ετοίμασα κρέας κοκκινιστό, ελπίζω να σου αρέσει. Στον Θέμη μαγείρεψα φασουλάκια. Δεν ήθελα να πάρει περισσότερη δύναμη από σένα και έτσι για να ξέρεις, πρώτα μαγείρεψα το δικό σου. Ξέρω ότι δεν μου το ζήτησες, αλλά προτιμούσα το πρώτο μου φαγητό σε κάποιον να μην ήταν για τον Θέμη. Καλή όρεξη!»

Μόλις το διάβασε έτρεξε γρήγορα έξω από το σπίτι και κατευθύνθηκε προς του Θέμη. Φτάνει έξω από την πόρτα και χτυπά γρήγορα. Κανείς όμως δεν άνοιξε. Ξανά χτυπάει. Πάλι κανείς. Χτυπάει πιο δυνατά, αλλά μην αντέχοντας άλλο μπαίνει μόνος του μιας και δεν ήταν κλειδωμένη η πόρτα. Αυτό που αντίκρισε τον καθήλωσε. Στο πάτωμα σπασμένα γυαλιά, η Σάρα όρθια κοντά στην πόρτα και ο Θέμης κάτω στο πάτωμα να κοιτάει επίμονα την Σάρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Πέτρος πιάνει το χέρι της Σάρας και φεύγει. Πριν διαπεράσουν την πόρτα λέει στον Θέμη:

«Δεν ξέρω τι έγινε, αλλά μην ξαναζητήσεις από την Σάρα να σου κάνει κάτι.»

Και με αυτά άφησαν τον Θέμη πίσω και έφυγαν. Η Σάρα ακόμα δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο Πέτρος δεν την πίεσε να μιλήσει και αντί να την πάει πίσω στο σπίτι την πήγε στο δάσος. Στην κατάστασή της θα τρόμαζε την οικογένεια και κυρίως την μητέρα του. Ξαπόστασαν σε ένα ξέφωτο και πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι η Σάρα να μιλήσει και να πει:

Αγάπη πίσω στον χρόνοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα