Κεφάλαιο 16

41 6 0
                                    

5 Μαϊου 1820

Χαρά στο χωριό! Είναι μια χαρμόσυνη μέρα, με γιορτές, χορούς και καλό κρασί! Έχουν χαρά συγκεκριμένα δύο οικογένειες του χωριού μιας και δύο νέα παιδιά θα ενωθούν με τα ιερά δεσμά του γάμου. Όλο το χωριό είναι προσκεκλημένο, όπως είναι φυσικό, και λόγω της αγάπης που τρέφουν όλοι τους για το νεαρό ζευγάρι επικρατεί ευθυμία. Στο σπίτι της οικογένειας η κυρά-Μαριάννα ετοιμάζει τα καλά ρούχα για όλους με την βοήθεια της Σάρας.

«Μην ανησυχείς, όμως, καλή μου. Έχω το κατάλληλο ρούχο για σένα. Μπορεί να το είχα φορέσει πριν χρόνια, αλλά σε πληροφορώ όταν το φορούσα είχα πολλά μάτια πάνω μου!» είπε γελώντας η κυρά-Μαριάννα.

«Δεν αμφιβάλλω γι' αυτό!» ανταπέδωσε η Σάρα αφήνοντας κι αυτή ένα γλυκό γέλιο τη στιγμή που τους διέκοψε η παρουσία του Πέτρου.

«Τι έγινε; Για ποιο πράγμα μιλάτε και είναι τόσο αστείο;»

«Και που λες Σάρα είμαι πολύ σίγουρη ότι θα έχεις πολλά βλέμματα πάνω σου.» είπε η κυρά-Μαριάννα αγνοώντας τον Πέτρο επίτηδες.

«Μην τα λέτε αυτά. Με κάνετε να κοκκινίζω.» ανταποκρίθηκε η Σάρα καταλαβαίνοντας τις προθέσεις της κυρά-Μαριάννας.

«Κοκκινίζεις ξε κοκκινίζεις, εγώ στο λέω, αν κάποιος δεν προλάβει θα προλάβει άλλος.» συνέχισε η κυρά-Μαριάννα αφήνοντας ένα μικρό γέλιο να ξεφύγει από τα χείλια της.

Εν τω μεταξύ, ο Πέτρος παρακολουθούσε μην καταλαβαίνοντας τι ακριβώς παιζόταν, αλλά σίγουρα ένιωσε κίνδυνο. Είπαμε αθώο μυαλουδάκι, αλλά σίγουρα όχι κουτό.

«Δίνετε πολύ σημασία σε αυτό. Η Σάρα υποτίθεται ότι δεν πρέπει να τραβήξει περισσότερη προσοχή από την νύφη.» πετάχτηκε ο Στάθης σε μια προσπάθεια να περάσει την ώρα του πειράζοντας τις γυναίκες και ταυτόχρονα να ψαρέψει και τον αδερφό του.

«Μην μας χαλάς το όνειρο.» απάντησε ελαφρώς νευριασμένη η κυρά-Μαριάννα.

«Εγώ απλά σχολίασα.»

«Ναι, από αυτούς είσαι. Άντε πήγαινε και βάλε τα ρούχα που σου σιδέρωσα.»

«Εντάξει μητέρα» είπε ο Στάθης παίρνοντας τα ρούχα του και στρεφόμενος προς τον Πέτρο του λέει ψιθυριστά.

«Μην σου ξεφύγει στο γάμο και την χάσεις από τα μάτια σου.» και έφυγε στο δωμάτιό του.

«Ε;» έμεινε άφωνος ο Πέτρος.

---

Οι ώρες περνούσαν και είχε έρθει η ώρα να πάνε όλοι στην εκκλησία. Όλοι με τα καλά τους περίμεναν να βγουν από τα δωμάτιά τους η Σάρα και ο Πέτρος, μιας και τα ρούχα τους ήταν τα τελευταία που σιδερώθηκαν. Έτσι πρώτος βγήκε ο Πέτρος φορώντας την επίσημη του φορεσιά, η οποία αποτελούταν από ένα άσπρο βαμβακερό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια, ένα αμάνικο μαύρο γιλέκο από μάλλινο ύφασμα, με ασημένια αλυσίδα να κρέμεται από την μία μεριά στην άλλη. Στη συνέχεια το μαύρο ζωνάρι γύρω στη μέση του και το μπεζ παντελόνι φτιαγμένο από χοντρό ύφασμα, τη λεγόμενη τσόχα και ονομάζεται μπουραζάνα. Τέλος τα τσαρούχια του και το γούνινο μαύρο καλπάκι στο κεφάλι του. Του πήγαινε φυσικά πολύ σε συνδυασμό με τα καστανά μαλλιά και τα μπλε του μάτια, ενώ, παράλληλα, η Σάρα ζήτησε την βοήθεια της κυρά-Μαριάννα για την δική της φορεσιά σε κάτι τελευταίες λεπτομέρειες.

Αγάπη πίσω στον χρόνοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα