Κεφάλαιο 4

81 10 0
                                    

(η φωτογραφία δεν είναι δική μου)

Ουπς! Αυτή η εικόνα δεν ακολουθεί τους κανόνες περιεχομένου. Για να συνεχίσεις με την δημοσίευση, παρακαλώ αφαίρεσε την ή ανέβασε διαφορετική εικόνα.

(η φωτογραφία δεν είναι δική μου)

21 Μαρτίου 1820

Το πρωί καλημέρισε τη Σάρα με τις ηλιαχτίδες του ήλιου να ακουμπάνε τρυφερά το πρόσωπό της. Οι μέλισσες να τριγυρνάν γύρω από τα λουλούδια ψάχνοντας το "νέκταρ" τους, καθώς και οι μυρωδιές του φρέσκου χορταριού να συνδυάζονται με τον ήχο του κοντινού ρυακιού και μαζί να συνθέτουν την μελωδία της φύσης, η οποία δίνει στην Σάρα την ανάσα να ξυπνήσει ευδιάθετη. Ο άνεμος, που βρίσκει ανοιχτό το παράθυρο στο δωμάτιό της, μπαίνει μέσα και την σηκώνει από το κρεβάτι για να χορέψει μαζί της.

Η Σάρα θέλει να ζήσει κι άλλο αυτήν την ευκαιρία που έχει να νιώσει την φύση, αλλά φοβάται ότι όπως έφυγε από το 2020, έτσι μπορεί να ξανά επιστρέψει. Όμως είναι κάτι που δεν ξέρει πότε μπορεί να γίνει. Κανείς δεν ξέρει... αλλά δεν είναι και η ώρα ακόμα να το μάθετε. Η ιστορία μας ακόμα είναι στην αρχή και οι πρωταγωνιστές μας θα ζήσουν πολλά προτού μάθουμε... υπομονή... σκεφτείτε πόσες φορές η Σάρα είπε στον εαυτό της αυτή την λέξη... ή πόσες φορές είπαμε εμείς αυτήν την λέξη... μην ανησυχείτε όμως... αυτό δείχνει την αρετή μας....

Γυρνώντας πίσω στην ηρωίδα μας, η μέρα της ήταν απλή. Αφού ξύπνησε, έφαγε πρωινό με τους οικοδεσπότες της, βοήθησε την κυρά-Μαριάννα με τα πιάτα και έπαιξε με την μικρή Κατερίνα όση ώρα η μαμά της φρόντιζε τα άλλα τρία μικρά παιδιά της. Όταν πλέον έμειναν οι δυο τους, η κυρά-Μαριάννα της έφερε μια δική της φορεσιά να φορέσει, καθώς δεν γινόταν να μείνει με το ως τα γόνατα μήκος φουστάνι της. Θα τραβούσε έντονη προσοχή και είχε το κατάλληλο γι' αυτήν να φορέσει.

Το κόκκινο πουκάμισο, η ασορτί κόκκινη φούστα με μαύρες λεπτομέρειες, το μακρύ μαύρο σιγκούνι (γιλέκο), η μαύρη ποδιά της με κεντημένα λουλούδια που συμβόλιζαν την νεότητα, καθώς και το μαύρο μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι της, η Σάρα έδειχνε σαν μια γλυκιά χωριατοπούλα. Η νεανική φορεσιά τής πήγαινε γάντι. Η Σάρα ήταν χαρούμενη και γυρνώντας της λέει:

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πάρα πολύ!»

«Δεν κάνει τίποτα, ψυχή μου. Θα την έδινα στην κόρη μου, αλλά έχει ακόμα μπροστά της μέχρι να την βάλει. Ας την χαρεί κάποια πριν από αυτήν.»

«Ευχαριστώ!» είναι πανέμορφη, σκέφτηκε η Σάρα, πώς γίνεται να έχω σταθεί τόσο τυχερή και να έχω βρεθεί σε μια τόσο καλή οικογένεια; Αν και δεν τους γνωρίζω καθόλου μπορώ να καταλάβω ότι είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Μακάρι να με έβλεπε κι η δική μου μαμά να φοράω κάτι τόσο όμορφο, όπως κάνει τώρα η κυρά-Μαριάννα...

«Μητέρα, χρειαζόμαστε φαγητό για να πάρουμε στη βοσκή των ζώων.»

«Έγινε Πέτρο. Αλλά κάτσε λίγο να δεις την Σάρα. Της έδωσα να βάλει την φορεσιά μου από τότε που ήμουν κι εγώ 17 χρονών.»

«Σου πάει», πάρα πολύ μάλιστα... σαν μπουμπούκι ρόδου, σκέφτηκε...

«Ευχαριστώ!» γιατί η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά; σκέφτηκε...

Αν έβγαιναν παραέξω οι σκέψεις τους, ίσως να μην χρειαζόταν πολύ για να καταλάβουν ο ένας τον άλλο, αλλά ποια η ανθρώπινη φύση αν δεν κρατήσουν για τον εαυτό τους αυτά που θέλουν να πουν πραγματικά... ίσως να συνειδητοποιήσουν μετά ότι κάποια πράγματα μεταξύ τους ή με τους γύρω τους ήταν πιο εύκολο να τα ξεκαθαρίσουν από την αρχή...

...

Αγάπη πίσω στον χρόνοΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα