Six

14 8 10
                                    

Niall James Horan

•13 χρόνια μετά•

Η βροχή κατέκλυζε τους δρόμους, οι δρόμοι έρρεαν σαν ποτάμια κι όμως τα αυτοκίνητα συνέχιζαν τον δρόμο τους κανονικά, συνηθισμένα, μηχανικά. Κανείς δεν έδινε σημασία στην ολισθηρότητα του δρόμου, ούτε καν την πρόσεχαν. Σημασία είχε να φτάσουν στον προορισμό τους είτε αυτός ήταν το ζεστό σπίτι τους είτε επρόκειτο για την υποχρεωτική δουλειά τους.

O Niall επέστρεψε στο καινούργιο του διαμέρεισμα. Χρηισμοποίησε το ταλαιπωρημένο ασανσέρ για μα καταλήξει μπροστά από την ξύλινη πόρτα του δέκατου ορόφου. Στην κυριολεξία έσερνε τα πόδια του και δεν έβλεπε την στιγμή που το σώμα του θα άγγιζε το μαλακό στρώμα του καναπέ. Ξεκλείδωσε με ανυπομονησία και πέρασε μέσα, βγάζοντας ήδη το βρεγμένο τζάκετ του και πετώντας στο μπράτσο του καναπέ. Ξάπλωσε στον καναπέ και εβγαλε τα παπούτσια του στον αέρα. Δεν είχε κουράγιο για τίποτα. Έκλεισε τα μάτια πρόθυμος να  παραδοθεί σε έναν μακρύ ύπνο μακριά από υποχρεώσεις και εκκρεμείς υποθέσεις. Στον ύπνο του τουλάχιστον μπορούσε πραγματικά να ξεκουραστεί και να ηρεμήσει, να αφεθεί. 

Σύντομα, όμως, πετάχτηκε έντρομος και ανακάθισε στον καναπέ. Πάλι ο ίδιος ανεξήγητος εφιάλτης που τον απασχολούσε τα τελευταία βράδια. Έβλεπε σκοτεινές μορφές να τον κυνηγούν παντού και όσο πιο γρήγορα περπατούσε/οδηγούσε τόσο πιο γρήγορα τον έβρισκαν και του κατασπάραζαν την ψυχή. Ανατρίχιασε και προσπάθησε να εξαφανίσει κάθε αρνητική σκέψη απο το μυαλό του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο χαλάκι του Γκούφη και χαμογέλασε στην εικόνα του καλύτερου φίλου του να απολαμβάνει έναν γαλήνιο ύπνο.

Τουλάχιστον κάποιος μπορούσε να κοιμηθεί σε εκείνο το διαμέρισμα!

Οι εφιάλτες απασχολούσαν τον Niall τους τελευταίους μήνες και γίνονταν ολοένα και πιο έντονοι. Κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ τον πλάκωνε ενα μαύρο ζοφερό συναίσθημα θλίψης, οργής και μιζέριας. Ήταν σίγουρα ένα αρνητικό προαίσθημα, ωστόσο τίποτα δεν είχε συμβεί εδώ και τόσο καιρό. Όλα έβαιναν καλώς και επομένως θεώρησε ότι ήταν απλώς από την κούραση και  την συνεχομένη εργασία του. Δεν αναπαυόταν πλέον, έτρεχε απο δουλειά σε δουλειά και παράλληλα περνούσε απο τους γονείς του για να βεβαιωθεί ότι είναι απολύτως καλά. Πίστευε και ήθελε να τα έχει όλα υπό έλεγχο, δεν θα δεχόταν ποτέ να αφήσει κάτι παραμελημένο ενώ περνούσε από το χέρι του.

𝕿𝖜𝖔 𝖔𝖋 𝖚𝖘 ✔Where stories live. Discover now