Οι Βασιλιάδες της Νάπολης

2.1K 11 0
                                    

Το πολυτελές γιοτ κινούνταν αργά στα ήρεμα νερά του κόλπου. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμη. Παρόλα αυτά, η σαμπάνια έρεε άφθονη. Όλα τα μέλη της συμμορίας ήταν εκεί. Άλλοι με τις κοπέλες τους και άλλοι χωρίς. Ήταν ντυμένοι με κουστούμια εκατομμυρίων και είχαν διαλέξει οι ίδιοι τα εφαρμοστά φορέματα που φορούσαν οι συνοδοί τους, που με την συνοδεία πολύτιμων κοσμημάτων αναδείκνυαν τον πλούτο και την δύναμη της μαφίας. Ανάμεσα τους και η Λετίσια που κοιτούσε περιφανή τον Νίκολας. Αυτός ήταν ο αρχηγός. Χάρη σ'αυτόν είχαν πετύχει. Ήταν οι κυρίαρχοι στους δρόμους της Νάπολης. Είχαν τα πάντα. Αυτός την είχε διαλέξει ανάμεσα σε τόσες άλλες. Αυτός την είχε επιλέξει. Εκείνη. Μόνο εκείνη. Κατευθύνθηκε προς το μέρος της και χόρεψε μαζί της. Το χέρι του πίεζε ελαφρά την μέση της, βάζοντας της φωτιά.

"Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο κομψή είσαι με αυτό το φόρεμα." Της ψιθύρισε στο αυτί της με την βραχνή φωνή του.
"Πάμε κάτω." Του είπε απαλά και αυτός την ακολούθησε.

Μπήκαν στην μεγαλύτερη καμπίνα και ξάπλωσαν στον βελούδινο καναπέ. Το φως ήταν πιο θαμπό. Έμπαινε από το μοναδικό φιλιστρινι και έλουζε το δωμάτιο με μια χρυσαφένια αποχώρηση. Το φιλί τους ήταν γεμάτο πάθος, με την γεύση της σαμπάνιας να κυριαρχεί.

"Σε θέλω Λετίσια. Μόνο εσένα. Εδώ και τώρα. Θέλω να σε κάνω να αναστεναζει το όνομα μου. Μόνο το δικό μου. Της ψιθύρισε.
"Κι εγώ σε θέλω Νίκολας. Μόνο εσένα. Αλλά αν είναι να το κάνουμε, ας το κάνουμε σωστά. Γυμνοί."

Πότε άλλοτε δεν είχαν κάνει έρωτα γυμνοί. Πάντα με κάποιο ρούχο πάνω τους. Βιαστικά. Σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι ή στις αποθήκες των μπαρ του.
Η Λετίσια άνοιξε με αργές κινήσεις τα κουμπιά του πουκάμισου του κι αυτός της έβγαλε προσεκτικά το φόρεμα. Το χέρι του στάθηκε ανάμεσα στα πόδια της, προσφέροντας της τα χάδια που τόσο πολύ αναζητούσε. Της δάγκωνε τον λαιμό με λαιμαργία. Κι έπειτα η γλώσσα του πέρασε ανάμεσα από τα στήθη της και ακόμα χαμηλότερα, γλύφοντας την πιθαμη προς πιθαμη. Με τα δάχτυλα του, της προσέφερε ηδονή, κι όταν η κοπέλα τελείωσε, τα εγλυψε αισθησιακά.

"Πόσο με καυλώνεις όταν το κάνεις αυτό Νίκολας."
"Εμένα ξέρεις τι με καυλώνει σ'εσένα Λέτι; Δεν με καυλώνει το σώμα σου ή τα φορέματα και τα κοσμήματα που το στολίζουν. Με καυλώνει η ψυχή σου. Η ψυχή σου. Η αθωότητα που κρύβεις βαθιά μέσα σου, η καλοσύνη σου, που έρχονται σε αντίθεση με αυτά που είμαι εγώ. Σκληρός και βίαιος. Με καυλώνει που ενώ ξέρεις τι έχω κάνει για να φτάσω ως εδώ, ενώ ξέρεις πως έχω σκοτώσει, ενώ με είδες μπροστά στα μάτια σου να σκοτώνω εσύ δεν με εγκατέλειψες στιγμή. Δεν με προδωσες. Μου έχεις γαμησει το μυαλό Λέτι..... Και τώρα θα σε γαμησω εγώ. Δυνατά και βίαια." Είπε καθώς έμπαινε μέσα της.
"Εσύ είσαι ο άντρας μου. Μόνο εσύ. Ο πρώτος και τελευταίος μου."

Και τότε το κατάλαβε. Ήταν πλέον άντρας. Ο ισχυρότερος. Και αυτή γυναίκα. Και ήταν μέσα της. Γιατί αυτή τον ήθελε. Γιατί μόνο αυτήν ήθελε. Γιατί ήταν και οι δύο γυμνοί ο ένας μπροστά στον άλλον. Γυμνοί κι εκτεθημενοι. Εμφανίζοντας όλες τις πτυχές του εαυτού τους, χωρίς να μπορούν πλέον να τις καλύψουν. Και τότε όπως της υποσχέθηκε, την γάμησε δυνατά και βίαια. Κόβοντας της την ανάσα. Αφήνοντας στο κορμί της σημάδια. 

Όταν γύρισαν στο κατάστρωμα, το ηλιοβασίλεμα ήταν το ομορφότερο που είχαν δει ποτέ. Με τον Βεζούβιο να στέκεται απειλητικά πάνω από την Νάπολη, έτοιμος να την διαλύσει. Όπως και ο Νίκαλας που είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή το καινούριο του σχέδιο.
Σήκωσε το ποτήρι με την σαμπάνια για να κάνει μια πρόποση.

"Στην Νάπολη, την ομορφότερη πόλη του κόσμου! Και στην Λετίσια, την Βασίλισσα της!" Είπε.
"Στην υγειά της Βασίλισσας και του Βασιλιά της Νάπολης! Στην υγειά της μαφίας!" Είπαν με μια φωνή οι υπόλοιποι, ενώ το ζευγάρι φιλιόταν γλυκά την στιγμή που χανόταν ο ήλιος.

one shotesΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα