Ελπίδα

245 19 6
                                    

Μικρό πράσινο φύλλο

βρίσκει διέξοδο 

μεσ' από μια ρωγμή του δρόμου, 

πρόσκαιρες δόξες για την πρωτόγνωρή του ελευθερία 

κι έπειτα ο μαρασμός' 

αλλά η ρίζα εκεί αποκάτω

μεγαλώνει 

και δυναμώνει, δυναμώνει, δυναμώνει

Όλοι ήταν εκεί από νωρίς. Η παρουσίαση του πρώτου βιβλίου του Σεργιου Σεβαστού δεν θα γινόταν σε κλειστό οικογενειακό κύκλο αφού όλο το χωριό θέλησε να είναι εκεί σε μια τόσο σημαντική μέρα. Και έτσι και έγινε. 

Στο καφενείο στήθηκε γλέντι από νωρίς και όλοι μοιραζόντουσαν ιστορίες από την ζωή του Σεργίου ο οποίος από μικρό παιδάκι, αγαπητός σε όλους, δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο με την μεγάλη του καρδιά αλλά και με όλες τις δυσκολίες που πέρασε σε πολύ μικρή ηλικία. Η μέρα έμοιαζε περισσότερο με την γιορτή που όλοι περίμεναν χρόνια μια αφορμή για να στήσουν και ο Σέργιος ήταν η καλύτερη. Τα ξαδέρφια του μαζεύτηκαν όλα στο Σταμιρέικο όπου η Ελένη με τον Λάμπρο μοίραζαν από το πρωί κιόλας αντίτυπα του βιβλίου σε όποιον δεν το είχε προμηθευτεί με περίσσια περηφάνια και δάκρυα. Η Ελπίδα έφτασε λίγο αργότερα ντυμένη στα κόκκινα γελώντας που το σπίτι της είχε μετατραπεί σε άτυπο βιβλιοπωλείο που για ακόμα μια φορά χωρούσε τους πάντες. 

"Μαμά, ο σκοπός είναι να αγοράζουν το βιβλίο όχι να το διαβάσουν δωρεάν", παρατήρησε μόλις πλησίασε τον πάγκο που είχε στήσει η Ελένη καθισμένη πίσω από μια στοιβα βιβλία. 

"Ας το διαβάσουν και μετά ας το αγοράσουν κιόλας", αποκρίθηκε με μια φυσικότητα. 

"Ναι αλλά..." διαμαρτυρήθηκε η Ελπίδα αλλά παράτησε το επιχείρημα της παρατηρώντας ένα φρέσκο κύμα από δάκρυα να ξεσπάει στα μάτια της μάνας της.

 "Βρε μπαμπά, πες της και εσύ κάτι.." είπε βλέποντας τον Λάμπρο να κατεβαίνει τη σκάλα σχεδόν χορεύοντας. Πλησίασε την Λενιώ και της άφησε ένα φιλί στο μέτωπο που εξαφάνισε τα δάκρυα της. Η Ελπίδα τους είδε για λίγο να χάνονται σε ένα δικό τους κόσμο. 

"Πάλι κάνετε αυτό που επικοινωνείτε χωρίς να σας καταλαβαίνω;" αναστέναξε κάνοντας και τους δυο να γελάσουν. Ο Λάμπρος έτρεξε στο πλευρό της και την έκλεισε σε μια αγκαλιά που έσβησε με μιας κάθε ανησυχία από μέσα της. Έτοιμη και εκείνη να κλάψει επανέφερε τον εαυτό της στην πραγματικότητα. "Πρέπει να πηγαίνουμε σιγά σιγά, τελευταίοι θα πάμε!" είπε. "Άντε μαμά, πήγαινε να ετοιμαστείς!" τη μάλωσε και η Λενιώ υπάκουσε βγάζοντας βιαστική τη ποδιά της. 

Μαθήματα ΘερισμούWhere stories live. Discover now