Ασημίνα

146 12 0
                                    

"Νικηφόρε, εγώ φεύγω θα τα πούμε αργότερα", φώναξε. Ένα μουρμούρισμα ήταν η μόνη απάντηση που πήρε καθώς κλείδωνε στην πόρτα. Κατέβηκε στον δρόμο και για καλή της τύχη, το λεοφωρειο μόλις περνούσε. Μπήκε μέσα με την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα κάθε φορά που κοίταζε το ρολόι. Όταν είδε τις πολυκατοικίες να σβήνουν και τον κάμπο να απλώνεται μπροστά της, ηρέμησε. Κατέβηκε στην προτελευταία στάση και προχώρησε μέχρι το χωριό. Όταν βρέθηκε έξω από το σπίτι ένιωσε την καρδιά της να ηρεμεί και ανέβηκε τρέχοντας την σκάλα. Η πόρτα άνοιξε και δυο χέρια την υποδέχτηκαν σβήνοντας και τον τελευταίο φόβο από μέσα της. "Τι έγινε πως είναι η Νεφέλη;" ρώτησε και η Δρόσω της έκανε νόημα να κάνει ησυχία. "Μέσα είναι κοιμάται." Η Ασημίνα ανέπνευσε πάλι και άφησε την τσάντα της στο τραπέζι. "Ο μικρός;" 

"Πετάχτηκε να ψωνίσει μερικά πράγματα", απάντησε η Δρόσω. Η Ασημίνα ήταν αυτή που την αγκάλιασε αυτή τη φορά. "Πώς είσαι καρδούλα μου;" Αντί για απάντηση όμως ένας χείμαρρος δακρύων ξέσπασε στα μάτια και των δυο τους. 

"Θα γίνεις γιαγιά", είπαν ταυτόχρονα. "Θα..." οι φωνές τους σβήστηκαν από το γέλιο που εξελίχθηκε σε ξέφρενο χοροπηδητό δυο ξέγνοιαστων παιδιών που περίμεναν τον Άγιο Βασίλη. "Θα έχουμε ένα μωράκι. Ένα τόσο δα μωράκι." έλεγαν και ξανά έλεγαν και δώστου τα κλάματα και δώστου οι φωνές. Όταν ηρεμήσαν άνοιξαν ένοχα την πόρτα του υπνοδωματίου και είδαν πως, ευτυχώς, οι φωνές τους δεν είχαν ξυπνήσει την Νεφέλη. Η Δρόσω έψησε δυο καφέδες και κάθισαν στην αυλή να τους απολαύσουν όσο συζητούσαν τα αναπάντεχα νέα αλλά και την απρόσμενη γιορτή που ετοίμαζαν. "Εγώ λέω να μη μαγειρέψουμε καθόλου", είπε μετά από λίγο η Ασημίνα. "Η μέρα είναι καλή, θα κόψουμε μερικές σαλάτες, θα βάλουμε τα κρέατα στην ψησταριά και μια χαρά θα φάμε." Είδε την Δρόσω να γνέφει. "Καλή ιδέα γιατί και μένα τα πόδια μου δεν με κρατάνε πια. Και όταν γυρίσει η Λενιώ το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται είναι ένα σωρό πιάτα να πλένει". 

"Θα βάλουμε πλαστικά", αποκρίθηκε η Ασημίνα και είδε τη Δρόσω να γελάει. 

"Θα μας κυνηγήσει με την καραμπίνα".

"Δεν με νοιάζει", αποκρίθηκε η Ασημίνα, "Θα γίνω γιαγιά!" αναφώνησε και πάλι και άρχισαν να γελάνε και να κλαίνε παράλληλα. Όταν κρύωσε ο καφές έπιασαν το καθάρισμα και το συμμάζεμα του σπιτιού και το δεύτερο κύμα πανηγυρισμών ξέσπασε με την άφιξη του Σεργίου, οι σακούλες με ψώνια έπεσαν στο πάτωμα καθώς τα κορίτσια έπεσαν πάνω του γεμίζοντας τον με φιλία. Αργότερα το απόγευμα ο κόσμος άρχισε να φτάνει. Πρώτα έφτασε η Ελπίδα που ξεκίνησε της ετοιμασίες και έστειλε τον Σεργιο στο χωριό να προμηθευτεί γλυκά και αργότερα έφτασε ο Λάμπρος κουρασμένος από τη δουλειά αλλά χαρούμενος που τους είχε πάλι όλους κοντά του. Ο Κωνσταντής με τον Νικηφόρο έφτασαν τελευταίοι με μια τεράστια τούρτα στα χέρια του Δούκα και της Μυρτώς. Η Βαλεντίνη κουβαλούσε δώρα και έτρεξε αμέσως να βοηθήσει και εκείνη με τις ετοιμασίες. Μόλις το τραπέζι στρώθηκε και ο Κωνσταντής πήρε τη θέση του πλάι στη ψησταριά τότε ξύπνησε και η Νεφέλη που ζητούσε από όλους συγνώμη που δεν τους πρόσφερε καμία βοήθεια. Ο Σέργιος την έβαλε με το ζόρι να καθίσει σε μια καρέκλα και έδωσε εντολή σε όλους να μην την αφήσουν να σηκωθεί. Ο ήλιος έπεφτε όταν επέστρεψε η Λενιώ, ένα σύννεφο υπήρχε πάνω από το κεφάλι της που δυσκολευόταν να διώξει. Η Ασημίνα παρατήρησε την αδερφή της να φοράει το πιο αστραφτερό της χαμόγελο όμως ήξερε και εκείνη και ο Λάμπρος που έτρεξε πλάι της πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Την ακολούθησε μέσα με την δικαιολογία πως πηγαίνει να αλλάξει. Η Δρόσω και ο Λαμπρος έτρεξαν πλάι της. Κάθισαν οι τέσσερις τους στο τραπέζι και τότε η Ασημίνα είδε την ασπίδα στο πρόσωπο της αδερφής της να σπάει. 

Μαθήματα ΘερισμούWhere stories live. Discover now