Μυρσίνη

159 15 0
                                    


Μια ανοιχτή αγκαλιά ήταν το σπίτι μας.

 Θυμάμαι 

 Το χαμόγελο της μάνας μου 

-παράδεισος επί της γης- 

τη βιαστική καλημέρα του πατέρα 

μ΄ ένα φιλί καπνού σε σύννεφα.

Μέλι του πρωινού μας ήταν η πρωτινή τους αγάπη... 

Υπολείμματα απ'την αθωότητατης παιδικής ηλικίας


"Μυρτώ, κάνε γρήγορα θα αργήσουμε!" 

"Τώρα μαμά, μισό λεπτό". Αναστέναξε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μαλλιά της ήταν ανάκατα, το φόρεμα της είχε ήδη τσαλακωθεί και κάθε προσπάθεια για να βάψει τα μάτια της μοιραία αφού έμοιαζε περισσότερο με τρομαγμένο ρακούν παρά με όμορφη γυναίκα όπως ήθελε. 

"Τι κάνεις τόση ώρα;" αποκρίθηκε η Δρόσω ανοίγοντας την πόρτα του μπάνιου. 

"Ε, μαμά, προσωπικός χώρος," φώναξε. 

"Συγνώμη, παιδί μου. Θέλεις βοήθεια;" 

Έγνεψε διστακτικά. Το πρόσωπο της μαμάς της χαλάρωσε και αμέσως φωτίστηκε καθώς τα μάτια της, τα ίδια μάτια που στόλιζαν και το δικό της πρόσωπο, έπεσαν πάνω της. "Είσαι πανέμορφη", ψέλλισε η Δρόσω καθώς μια γυάλινη στρώση θόλωνε το βλέμμα της. 

"Χάλια είμαι", γκρίνιαξε. Ένιωσε τα ακροδάχτυλα της μαμάς της, απαλά σαν το μετάξι να χαϊδεύουν τα κάστανα της μαλλιά. Έτσι όπως στεκόταν δίπλα δίπλα μπροστά στον καθρέφτη έβλεπε όλους τους τρόπους που της έμοιαζε, και όλους τους τρόπους που ήταν διαφορετική. Τα μαλλιά της μάνας της, ξανθά σαν τα στάχυα έμοιαζαν με τον ίδιο τον ήλιο πλάι στα δικά της, σκούρα και κατσαρά σαν στάχτες. Το λευκό της πρόσωπο έμοιαζε αγγελικά πλασμένο, σε απόλυτη αρμονία με τις δυο θάλασσες και το ζεστό της χαμόγελο. Το δικό της έμοιαζε πάντα έκπληκτο με το γαλάζιο που έσπαγε τη μαύρη μελαγχολία. Τα χείλη της, λεπτά και μικρά, είχαν εκ του φυσικού τους μια μωβ απόχρωση που μισούσε, στην μητέρα της όμως άρεσε από όταν ήταν μωρό ακόμα να τα τσιμπάει κάνοντας τα να μωβίζουν περισσότερο. Μόνο οι θάλασσες των ματιών τους και αυτή η ελιά στη μύτη μαρτυρούσε πως ήταν μάνα και κόρη. Και αυτό για όσους στεκόταν να παρατηρήσουν λεπτομέρειες σαν αυτές. Για τον περισσότερο κόσμο το συμπέρασμα έβγαινε εύκολα. "Τίποτα δεν πήρες απ' τη μάνα σου. Ενώ η Βαλεντίνη πιστό αντίγραφο της Δροσούλας". Και έτσι ήταν. Όταν υπήρχε η Βαλεντίνη στον χώρο κανείς και τίποτα δεν θα στρεφόταν σε εκείνη. Η Βαλεντίνη ήταν αυτή που στερεύε το οξυγόνο από τα στήθη των αντρών και τους έκανε όλους να χάνουν τα λόγια τους. Όσο μεγάλωνε τόσο μεγάλωνε και η ομοιότητα της με την μάνα της. Και το χειρότερο από όλα, ήταν πως αγνοούσε το πόσο όμορφη ήταν. Αγνοούσε τα βλέμματα, αγνοούσε την ζήλεια, αγνοούσε και το μούδιασμα των Διαφανιωτων που κάθε φορά που την έβλεπαν μουρμουρούσαν για την ανατριχιαστική ομοιότητα που είχε με την γιαγιά της. "Λες και ζωντάνεψε η μακαρίτισσα η Βαλεντίνη νιώθω", έλεγε και ξαναλέγε η κυρά Ρίζω και δώστου τα δάκρυα και δώστου οι αγκαλιές. 

Μαθήματα ΘερισμούWhere stories live. Discover now