Γιώργης

196 15 2
                                    

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, 

φλογερὰ καὶ μεγάλα, 

σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο. 

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, 

πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, 

γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Η Ελένη τελείωσε τις δουλειές και ξαφνικά κάθισε μέσα της η συνειδητοποίηση πως τόσες ώρες έτρεχε σαν τρελή δίχως να πάρει ανάσα. Το κατάλαβε από τον τροπο που έτρεμαν τα πόδια της και η μέση της δεν την κρατούσε όρθια. Τα χρόνια περνούσαν και η Ελένη Σταμίρη δεν έλεγε να παραδεχτεί στον εαυτό της πως δεν είχε πια τις αντοχές που είχε κάποτε. Έψησε έναν καφέ και κάθισε στο τραπέζι. Η μέρα ήταν ζέστη. Είχε σκοπό να κατέβει στα χωράφια όμως είχε ήδη μεσημεριάσει και η ζέστη ήταν τόσο πυκνή που δεν το θεωρούσε πια τόσο καλή ιδέα. Η πόρτα χτύπησε και η Ελένη αναστέναξε νιώθοντας την μέση της να παραπονιέται και πάλι.

"Καλημέρα θεία", ο Γιώργης στεκόταν χαμογελαστός στην πόρτα και η Ελένη έσπευσε να τον αγκαλιάσει.
"Καλώς τον Σίφουνα μου. Πως από δω;" Εκείνος μπήκε στο σπίτι, έβγαλε το καπέλο του και σκούπισε το μέτωπο του που έσταζε από τον ιδρώτα.
"Ήμουν στα χωράφια και είπα να έρθω να δω τι κάνεις. Ωραία δροσιά έχετε εδώ". Η Ελένη έτρεξε στην κουζίνα να του βάλει νερό.
"Κάτσε, κάτσε να ξεκουραστείς. Να σου βάλω να φας;" ρώτησε. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί ο Γιώργης, ο μεγαλύτερος γιος της Δρόσως και του Κωνσταντή, ήταν η αδυναμία της Ελένης. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων είχε φτάσει ήδη στο ύψος τον πατέρα του με τον οποίο κατα τα άλλα έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Πέρα από την εντυπωσιακή του όψη όμως ο Γιώργης ήταν ένα ξεχωριστό παιδί.

Από μικρός μόλις τελείωνε το σχολείο, ανηφόριζε για το σπίτι της Ελένης και την ακολουθούσε στα χωράφια έως το βράδυ. Η Ελένη τον έβλεπε και τον καμάρωνε όλο και πιο πολύ καθώς μεγάλωνε και ψήλωνε πλάι στα στάχυα.
"Ο Γιώργης μου με την χρυσή καρδιά" έλεγε και τα δάκρυα της έτρεχαν ποτάμι από την περηφάνια. Και εκείνος όμως σε κάθε ευκαιρία κοντά της έτρεχε. Ήταν η μόνη που το πρόσωπο της άστραφτε κάθε φορά που είχε μια απορία για τα χερόβολα και τα δεμάτια, η μάνα του πάντοτε κουνούσε τους ώμους απορημένη και ο πατέρας του τού έλεγε να μην αναλώνεται στις λεπτομέρειες. Η Ελένη όμως του έλεγε πως οι λεπτομέρειες κάνουν τον καλό γεωργό και του υποσχόταν πως όταν τελειώσει με τα διαβάσματα του θα τον πάρει μαζί της στα χωράφια. Έτσι, όχι σαν ζιζάνιο που μεταφέρεται αλλά σαν σπόρος που μεγαλώνει η αγάπη του Γιώργη για την γη θέριεψε όσο πέρναγαν τα χρόνια. Πέρασε πρώτος στο τμήμα Γεωπονίας στην Θεσσαλονίκη, αλλά ακόμα και κατά την διάρκεια τον σπουδών του, δεν πέρασε σαββατοκύριακο μακριά από τα χωράφια και την θεία του, που εκείνος δεν δίσταζε να παραδεχτεί την αδυναμία που της είχε. Πλάι της έμαθε όλα να μυστικά για τη σπορά και τον θερισμό αλλά και τις διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές. Με όλες αυτές τις γνώσεις σε συνδυασμό με τον υπομονετικό αλλά επίμονο χαρακτήρα του ο Γιώργης πήρε γρήγορα την θέση που του αναλογούσε, αναλαμβάνοντας την διαχείριση όλων των χωραφιών των Σταμίραινων που αργότερα με την αγορά νέων εκτάσεων μετατράπηκαν σε μια μικρή περιουσία.

Μαθήματα ΘερισμούWhere stories live. Discover now