Νικηφόρος

125 12 0
                                    


Η γιορτή έσβησε με μια νότα μελαγχολίας μαζί με το τραγούδι της Βαλεντίνης που το πήρε ο άνεμος. Ο Νικηφόρος ένιωθε και την παρουσία του να σβήνει στον απόηχο των γελιων και των ιστοριών της νέας γενιάς, στις σκιές των ονείρων που μόλις τώρα έπαιρναν μορφή. Δεν τον πείραζε. Είχε κάτι ήρεμο αυτή η μοναξιά. Του έλειπε. Να είναι μόνος του. Πολλές φορές ένιωθε αχάριστος, εγωιστής, που αναπολούσε τις μέρες που περιφερόταν χωρίς σκοπό και αγάπη στη πόλη που ήταν γεμάτη από αυτό. Ασήμαντους σκοπούς και μεγάλες αγάπες. Εκεί όμως ποτέ δεν ένιωθε μόνος. Εκεί μπορούσε να χαθεί στον απόηχο ένος καφέ, να αφήσει αποτυπώματα στις μουτζούρες και στα τσαλακωμένα χαρτιά που άφηνε στην γωνία καθώς ο καφές κρύωνε και ο επόμενος έπαιρνε την θέση του στο τραπέζι. Πόσοι και πόσοι έζησαν ολόκληρες ζωές έτσι. Απρόσωποι χαρακτηρες στο φόντο του καμβά άλλων πιο πολύχρωμων, πιο ενδιαφερόντων υπάρξεων, πιο θυελλωδών ερωτών και ιστοριών. Έτσι πίστευε θα ζει, μέχρι που γύρισε στο μέρος που πάντοτε μισούσε. Τι ειρωνία, να ριζώνεις εκεί που παλευες για πάντοτε να ξεριζωθείς. Τώρα, καθώς η δίκη του ιστορία έφτανε στα τελευταία κεφάλαια ο Νικηφόρος ένιωθε τον εαυτό του να θαμπώνει, να γίνεται η θολή φιγούρα στον καμβά μιας ξένης ζωγραφιάς, ένας τρίτος χαρακτήρας σε μια πιο φωτεινή ζωή. Πέρασε σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή του στο προσκήνιο. Και θυελλώδεις έρωτες έζησε, και δράματα, και ευτυχία. Απόλυτη ευτυχία. Τελειότητα. Έγινε εκείνος ο φωτεινός, ο κεντρικός χαρακτήρας των μυθιστορημάτων του. Και καθώς έσβηνε πίσω από τις ζωντανές νεανικές συζητήσεις ένιωσε τον παλιό του φίλο, αυτόν που σεργιάνιζε ανέμελα στο Παρίσι να του ακουμπά την πλάτη. Ήρθε η ώρα, του ψυθίρισε και ο Νικηφόρος ήξερε πως δεν έκανε λάθος. 

"Αυτό θα είναι το τελευταίο μου βιβλίο", ανακοίνωσε στην Ασημίνα το ίδιο βράδυ όταν γύρισαν σπίτι. Εκείνη τον κοίταξε, το γαλάζιο των ματιών της φώτιζε την νύχτα όμως δεν υπήρχε καμία καταιγίδα στις θάλασσες των ματιών της, καμία έκπληξη στα λόγια του. Μόνο έγνεψε. Έγνεψε σαν να το περίμενε, σαν να διάβασε το τέλος ανάμεσα στις γραμμές των τελευταίων του λέξεων. Του άφησε ένα φιλί για καληνύχτα και ο Νικηφόρος το ένιωσε και πάλι. Την βεβαιότητα πως ήταν τυχερός, πιο τυχερός από κάθε νέο, κάθε άνθρωπο που σεργιανίζει τα καφέ του Παρισιού παρέα με την μοναξιά του. Εκείνος βρήκε κάτι που κανένας από αυτούς δεν θα έβρισκε ποτέ. Όχι μια μούσα, αλλά την αγάπη, την ίδια την Αγάπη, με σάρκα και οστά, να ηρεμεί την ψυχή τους της νύχτες και να τον κρατάει κοντά της έως ότου τα όνειρα σβήσουν και αποκοιμηθεί. Μάζεψε την γραφομηχανή του και έβγαλε το παλιό κουτί από το ντουλάπι. Ήταν ώρα και αυτοί οι δυο εραστές να σμίξουν. Έκρυψε την γραφομηχανή πάλι πίσω στο ντουλάπι της και πήγε για ύπνο. Η Ασημίνα ειχε ξαπλώσει ήδη. Ένας φάκελος έστεκε κλειστός στο μαξιλάρι του. 

"Σκέφτηκα πως είναι ώρα να πάμε οι δυο μας", του είπε και ο Νικηφόρος ξάπλωσε πλάι της. Άφησε τον φάκελο κλειστό στο κομοδίνο και έσβησε τα φώτα. Τα μάτια της ήταν το μόνο φως που είχε ανάγκη. Καθώς εκείνη κούρνιαζε κοντά του είδε τον παλιόφιλο του να φεύγει από το παράθυρο, ηττημένος και σκυθρωπός από την ζήλια. 

Μαθήματα ΘερισμούWhere stories live. Discover now