Δρόσω

138 14 0
                                    


"Όλα καλά Δροσούλα μου;" άκουσε την φωνή του Κωνσταντή από το μπάνιο καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια της αφηνοντας τις εικόνες της ημέρας να σχηματίσουν το παζλ στο μυαλό της. 

"Όλα καλά", είπε μόλις ήρθε και εκείνος στο κρεβάτι. 

"Είδες το κοριτσάκι μας ε; Πως έλαμπε εκεί πάνω." 

Η Δρόσω έγνεψε. Δεν είπε τίποτα μόνο θαύμασε τον τροπο που έλαμπε τώρα και εκείνος και ας μην το καταλάβαινε. 

"Ήξερες ότι θα τραγουδήσει; Τραγουδάει τόσο ωραία. Τη δικιά σου φωνή πήρε Δροσούλα μου, σκέτος άγγελος. Και αυτό το τραγούδι..." Η Δρόσω έγειρε πλάι του και άφησε τα λόγια του να συμπληρώσουν μόνα τους το παζλ στο μυαλό της. 

"Η Ασημίνα ανησυχεί για τον Σέργιο", του είπε μετά από λίγο. "Είχαν να τον δουν πολύ καιρό, δεν επισκέπτεται δεν τηλεφωνεί..." 

"Παντρεμένος άνθρωπος είναι βρε Δρόσω τι περιμένετε να κάνει το παιδί;" ρώτησε εκείνος. 

"Όχι, δεν είναι αυτό." βιάστηκε να πει συνειδητοποιώντας πως τα λόγια της δεν έβγαζαν νόημα. 

"Τότε γιατί ανησυχεί;" 

Η Δρόσω κούνησε το κεφάλι της χωρίς να ξέρει τι να πει. "Δεν ξέρω. Απλώς και 'γώ είχα την ίδια ανησυχία". Ένα φιλί προσγειώθηκε στο μέτωπο της και φώλιασε πλάι του. Μεμιάς οι σκέψεις έσβησαν και η μέρα έγινε μια ανάμνηση που ήταν έτοιμη να αφήσει πίσω. 

"Ανησυχείτε πολύ, και οι δυο σας" παρατήρησε. Η Δρόσω έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε όσο εκείνος της ψυθίριζε έναν ρυθμό που στα όνειρα της έμοιαζε πιο μαγικός και από κάθε τραγούδι. 

Ξημέρωσε Δευτέρα που σήμαινε πως όλα έμπαιναν στον αυτόματο πιλότο από τις εφτά και μισή. Ο Κωνσταντής την φίλησε και έφυγε για την δουλειά, η Βαλεντίνη είχε ήδη φύγει αξημέρωτα και η Μυρτώ καθόταν κλεισμένη στο δωμάτιο της, ο μακρινός ήχος της ραπτομηχανής που δούλευε η μόνη απόδειξη πως είχε ξυπνήσει. Με τα δυο της αγόρια απόντα δεν έμεναν και πολλά για εκείνη να κάνει. Τα κορίτσια, αν και ακόμα κοντά τους, ήταν τελείως αυτόνομα και πέρα από ένα φαγητό βοηθούσαν ώστε η παρουσία τους στο σπίτι να μην τους επιβαρύνει στο ελάχιστο. Έτσι κάθε πρωί στις οχτώ δεν είχε τίποτα να κάνει. Έβγαλε ένα φόρεμα από την ντουλάπα της που είχε καμπόσο καιρό να φορέσει, έβαλε τα άνετα της παπούτσια και βγήκε. Ο Κωνσταντής δεν είχε πάρει το αμάξι και έτσι αποφάσισε να οδηγήσει ως το χωριό, την βοηθούσε να καθαρίσει το μυαλό της. Όταν έφτασε παράτησε το αμάξι στο σπίτι της αδερφής της και προχώρησε με τα πόδια μέχρι το χωριό. Έκανε βόλτα σε όλα τα στενά, πέρασε από την βρύση και τα χωράφια. Είδε την Ελένη να δουλεύει, μια σταθερά στη ζωή της που όσα χρόνια και αν περάσουν δεν θα άλλαζε. Εκείνη την εντόπισε από μακριά, άφησε κάτω την τσάπα και την πλησίασε.

"Δρόσω μου, τι κάνεις εδώ;" ρώτησε αγκαλιάζοντας της. 

"Ήθελα να σε δω." αποκρίθηκε εκείνη. "Έλα να κανείς διάλειμμα. Έφερα φαγητό". Κάθισαν κάτω από τη σκιά των δέντρων και άπλωσαν τα φαγητά που είχε φέρει η Δρόσω. Λίγη πίτα, σαλάτα και ένα καραφάκι με κρασί. Η Δρόσω έσκυψε να στρώσει τα μαλλιά της Ελένης που ο αέρας τα έκανε να πετάνε από την μαντήλα της. 

"Σαν τον παλιό καλό καιρό ε;" γέλασε εκείνη. Δυο δάκρυα στόλιζαν τα μάτια της. 

Η Δρόσω γέλασε. "Γιατί είσαι εδώ Λενιώ;"

"Τώρα που λείπει ο Γιώργης δεν μπορώ να τους αφήσω μόνους τους", απάντησε κόβοντας λίγη πίτα. 

"Λενιώ", τη μάλωσε η Δρόσω. "Δεν είσαι πια κοριτσάκι να κάθεσαι και να τσατίζεις μέσα στον ήλιο! Πρέπει να προσεχείς. Τόσους εργάτες έχεις πια, δεν σε χρειάζονται."

"Μπορεί να μην με χρειάζονται αυτοί, αλλά τους χρειάζομαι εγώ. Να μην έρχομαι και να κάνω τι ε; Να κάθομαι στο σπίτι και να γερνάω μαζί με τα ντουβάρια; Δεν μπορώ. Όσο με βαστάνε τα πόδια μου και στα χωράφια θα έρχομαι και την τσάπα θα πιάνω. Δεν μου μένουν και πολλά χρόνια άλλωστε να-" 

"Λενιώ! Άσε αυτές τις κουβέντες!" φώναξε η Δρόσω. 

"Η αλήθεια είναι αδερφή. Μεγαλώσαμε. Και εγώ, ακόμα περισσότερο. Όσα χρόνια μου μένουν θέλω να τα περάσω εδώ. Στη γη μου." 

Η Δρόσω δεν είπε τίποτα άλλο. Κάθισαν στην σκιά απολαμβάνοντας το γεύμα τους και αναπολώντας το παρελθόν. Το καλό παρελθόν. Όταν η Ελένη γύρισε στη δουλειά της η Δρόσω πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Δεν γύρισε στην Λάρισα όμως. Κάθισε στο πατρικό της και έπιασε να κάνει δουλειές. Όταν τελείωσε έψηνε έναν καφέ και έκατσε στην αυλή να τον απολαύσει κοιτάζοντας τις λεύκες. Εκείνη την μέρα, ένιωσε πως ήταν και πάλι μόνο οι τρεις τους στον κόσμο. Έστω για ένα απόγευμα, έγινε και πάλι το μικρό κορίτσι που ήταν γεμάτο όνειρα για την ζωή. Όταν τελείωσε ο καφές της, η Δρόσω κοίταξε τις λεύκες του μπαμπά της και κατάλαβε. Όλος ο πλούτος που κάποτε ονειρεύτηκε ήταν από πάντοτε δικός της. Βρισκόταν σε εκείνο το τραπέζι, σε εκείνα τα δέντρα, και σε εκείνο το μικρό φλιτζάνι καφέ. Και δεν υπήρχε πια, ούτε ένα τόσο δα μικρό όνειρο, που να μην είχε πραγματοποιηθεί. 

Μαθήματα ΘερισμούKde žijí příběhy. Začni objevovat