«Μάριος.»

258 12 1
                                    

Α-αγάπη μου..πως ήταν η μέρα σου;
Έκλεισε την πόρτα και μόλις άκουσε την φωνή της άφησε τις σκέψεις που του έτρωγαν το κεφάλι και πήγε κοντά της. Την φίλησε, ίσα που ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της ενώ πήγε να απομακρυνθεί αφού κάθισε δίπλα της στον καναπέ όμως βάζοντας το χέρι της επάνω στο πόδι του τον κράτησε εκεί.
Α-Δημήτρη..τι συμβαίνει;
Τον ρώτησε και τον ανάγκασε να την κοιτάξει.
Δ-τίποτα αγάπη μου..όλα καλά..απλά είχα πολλή δουλειά στην εισαγγελία σήμερα και δεν έχω συνέλθει εντελώς.
Α-σίγουρα είναι όλα καλά;
Τον ρώτησε ενώ το χέρι της πήγε ασυναίσθητα στο πρόσωπο του χαϊδεύοντας του απαλά το μάγουλο.
Προσπαθούσε να αποφύγει τα μάτια της.
Δεν άντεχε να της το κάνει αυτό αλλά έπρεπε να την προστατεύσει.
Δ-Απλά ήταν μια δύσκολη μέρα..εσύ,
πως είσαι; Πως και ήρθες τόσο νωρίς;
Α-είπα να γυρίσω..να μας μαγειρέψω να φάμε κάτι και να καθίσουμε μαζί στο σπίτι μας.
Δ-πάω να αλλάξω και έρχομαι.
Πήγε να σηκωθεί και του κράτησε το χέρι.
Α-Δημήτρη..τι συμβαίνει;
Την κοίταξε βιαστικά και απομάκρυνε το χέρι της και πήγε στο δωμάτιο τους ενώ στα χέρια του κρατούσε το κινητό του.
Έκλεισε την πόρτα και έσπευσε να στείλει κάποια μηνύματα γιατί φοβόταν μην τον ακούσει η Άννα.
Δημήτρης: Δεν μπορώ να της το κάνω αυτό.
Θα κάνω πίσω. Θα αλλάξω την απόφαση.
Μόνο να μην την πειράξουν.
Ανδρέας: Δημήτρη. Σε θέλουν νεκρό.
Μετά η επόμενη είναι η Άννα.
Είναι η μόνη λύση.
Έκλεισε το κινητό και πήγαινε πάνω κάτω στο δωμάτιο.
Έβγαλε την γραβάτα του.
Ξεκουμπωσε το πουκάμισο του.
Προσπάθησε να μην ξεσπάσει στον τοίχο.
Έπαιρνε βαθιές ανάσες.
Ήπιε από το ποτήρι το νερό που είχε αφήσει στο κομοδίνο του. Είχε μια τελευταία σταγόνα. Σκεφτόταν ένα πράγμα. Ξανά και ξανά.
«Μετά η επόμενη είναι η Άννα.»
Δεν άντεχε στην ιδέα ότι θα πειράξουν έστω μια τρίχα από τα μαλλιά της.
Σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε τον Ανδρέα.
Δ-Θα το κάνω.
Θα το κάνω..μόνο να μην πειράξουν την Άννα.
Δεν αντέχω να της λέω άλλο ψέματα..ούτε στα μάτια δεν μπορώ να την κοιτάξω. Ας το κάνουμε έτσι.
Αν-είσαι σίγουρος;
Δημήτρη..δεν υπάρχει γυρισμός μετά.
Δ-Μπορείς να μου εγγυηθείς ότι θα είναι καλά;
Αντρέα..είναι ευαίσθητη η ψυχολογία της τώρα τελευταία..σε παρακαλώ..δεν θα το αντέξω να πάθει κάτι.
Αν-Είναι δυνατή η πριγκιπέσσα μας..θα την προσέχω..σου δίνω τον λόγο μου.
Δ-δεν ξέρω αν θα το αντέξει.
Αν-Δημήτρη..αν δεν το κάνουμε θα σας σκοτώσουν και τους δυο. Σε απείλησαν καθαρά..αρχικά εσένα και μετά την Άννα.
Εσένα θέλουν να βγάλουν από την μέση και αυτό είναι το τέλειο σχέδιο.
Δ-Η Άννα κάτι έχει καταλάβει.
Αν-αποκλείεται να έχει καταλάβει.
Θα τα στήσουμε όλα τέλεια.
Κανείς δεν θα το φανταστεί πως όλο αυτό είναι ένα οργανωμένο σχέδιο.
Η Άννα τον φώναξε από την κουζίνα.
Α-Δημήτρη..θα έρθεις να φάμε;
Δ-Ανδρέα..σε κλείνω.
Αν-θα τα πούμε.
Έκλεισε το κινητό του και απάντησε με βαριά καρδιά στην Άννα.
Δ-Τώρα..έρχομαι..
Προσπάθησε να μην καταλάβει τίποτα η Άννα. Άλλαξε ρούχα φορώντας κάτι πιο άνετο,
πήρε και το τηλέφωνο του και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
Εκείνη σε αντίθεση με τον Δημήτρη προσπαθούσε να είναι ευδιάθετη.
Ήθελε να του το πει, όμως πρώτα από όλα να της μιλήσει για όσα τον βαραίνουν ψυχικά.
Είχε σερβίρει το φαγητό στα πιάτα τους και τον περίμενε.
Α-τι θέλεις να πιεις;
Δ-τίποτα..νερό.
Όταν πήγε να σηκωθεί την σταμάτησε εκείνος.
Δ-μην σηκώνεσαι..θα βάλω εγώ.
Η Άννα έπινε και εκείνη ήδη νερό κάτι που για τον Δημήτρη δεν ήταν νέο καθώς από τότε που προσπάθησαν ξανά να αποκτήσουν το πλασματάκι που πάντα επιθυμούσαν μετά τον θάνατο του γιου τους, ήταν ένα από τα πράγματα που πήρε την απόφαση και έκοψε έστω και προσωρινά.
Κάθισε στο τραπέζι απέναντι της και ξεκίνησαν οριακά το φαγητό τους αμίλητοι μέχρι που δεν άντεξε και τον ρώτησε.
Α-καλό το φαγητό;
Δ-ναι..πολύ ωραίο.
Άφησε το πιρούνι της κάτω και τον κοίταξε όχι όμως με νεύρα αλλά με στοργή και ανησυχία.
Α-Δημήτρη..τι συμβαίνει;..Θέλεις να μου πεις;
Ίσως να μπορώ να σε βοηθήσω.
Δ-Έχει να κάνει με την δουλειά..όχι με εσένα..μην ανησυχείς.
Α-Όμως δεν μου λες και κάνω διάφορα σενάρια με το μυαλό μου..και..και..φοβάμαι..
Άφησε το φαγητό του και πήγε προς το μέρος της και την πήρε αγκαλιά δίνοντας της πολλά μικρά φιλιά στα μαλλιά της ενώ παράλληλα την κρατούσε στοργικά στα χέρια του.
Δ-μην φοβάσαι αγάπη μου..δεν χρειάζεται να φοβάσαι..εγώ θα είμαι πάντα εδώ..μαζί σου..συγνώμη για σήμερα..αλήθεια συγνώμη..δεν ήθελα να με δεις έτσι..δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω.
Α-Δημήτρη μου..Σ'αγαπάω..
Δ-και εγώ ψυχή μου..πολύ..
Έδωσαν ένα τρυφερό φιλί στα χείλη ενώ όταν τα μέτωπα τους συναντήθηκαν δεν μπορούσαν να σταματήσουν να χαϊδεύουν ο ένας τον άλλον.
Τα μάτια τους είχαν την δική τους γλώσσα από πάντα, περιγράφοντας πολλά περισσότερα από όσα μπορούσαν οι λέξεις να πουν.
Τοποθέτησε τα χείλη του στο μέτωπο της χαρίζοντας της ένα ακόμα γλυκό φιλί ενώ ύστερα αποφάσισαν να καθίσουν λίγο στον καναπέ, αγκαλιά.
Ήταν από πάντα το ασφαλές τους μέρος.
Εκεί που ένιωθαν ότι όλα θα πάνε καλά.
Δ-Άννα μου..συγνώμη.
Είπε κοιτάζοντας την στα μάτια και χαϊδεύοντας της απαλά το πρόσωπο.
Α-με τρόμαξες..το ξέρεις;
Ο Δημήτρης έγνεψε καταφατικά ενώ εκείνη συνέχισε.
Α-νόμιζα ότι σε χάνω..-
Την διέκοψε ενώ πάτησε επάνω στα λεγόμενα της.
Δ-δεν πρόκειται να με χάσεις..ησύχασε.
Σταμάτησε απότομα το αυτοκίνητο και επανήλθε στο τώρα.
Αν-Πριγκιπέσσα..είσαι εντάξει;
Γύρισε και την κοίταξε ενώ η Άννα έγνεψε καταφατικά.
Αν-είσαι έτοιμη;
Χάιδεψε με το δεξί της χέρι την κοιλιά της απαλά και του απάντησε σιγανά.
Α-ναι..
Βγήκαν από το αυτοκίνητο και μαζί με τον αστυνομικό που την συνόδευσε κρατώντας τα πράγματα της μπήκε μέσα στην φυλακή.
Τα έκανε όλα μηχανικά.
Μέχρι το πρώτο κλείσιμο της κεντρικής πόρτας.
Εκεί όντως ένιωσε να την διαπερνά ένα ρίγος και να την κυριεύει ο φόβος. Ένα γιατί.
Μπήκε μέσα μαζί με την φύλακα στο προσωρινό κελί και της ξύπνησαν όλοι οι εφιάλτες της από την προηγούμενη φορά.
Ήταν μία πληγή στην ψυχή της που είχε μείνει ανοιχτή. Τώρα πια μεγάλωσε και άρχισε να αιμορραγεί ασταμάτητα.
Μόλις μπήκε μέσα την κοίταξαν όλες οι συγκρατούμενες της περίεργα.
Σαν να την σκάναραν από πάνω μέχρι κάτω.
Αισθανόταν τόσο άβολα.
Έβαλε τα πράγματα της στο μοναδικό κρεβάτι που ήταν κενό ενώ η φύλακας της το έκανε ακόμα πιο δύσκολο.
-Καλή διαμονή Ροδίτη.
Γνωριστείτε με την καινούργια. Άντε.
Έκλεισε η πόρτα του κελιού και η Άννα είχε καθίσει πια στο κρεβάτι της. Την πλησίασε μόνο μία κοπέλα κοντά στην ηλικία της.
Κάθισε κοντά της και έδωσε το χέρι της να της συστηθεί.
Μ-Γεια.
Α-γεια..
Μ-είμαι η Μαρία.
Α-είμαι η Άννα..
Μ-γιατί είσαι εδώ..;
Δεν της απάντησε ενώ η Μαρία συνέχισε να την ρωτάει όπως και να της μιλάει.
Μ-Τι δουλειά έκανες έξω..;
Απάντησε όσο πιο σιγανά μπορούσε.
Α-δικηγόρος είμαι..
Μ-όντως..;
Της έπιασε το χέρι απότομα και της ψυθίρισε.
Α-μπορείς να μην το μάθουν εδώ μέσα..;
Δεν θέλω..
Τότε της έγνεψε καταφατικά και συνέχισε.
Μ-τάφος..αλλά δεν μου είπες..γιατί είσαι εδώ..;
Άλλαξε την κουβέντα και την έστρεψε προς το μέρος της κοπέλας.
Α-εσύ..γιατί είσαι εδώ..;
Μ-με έχωσαν άδικα μέσα..άσε..θα μπορέσω να βγω..αλλά θέλω καιρό..
Α-κατάλαβα.. Εσύ έχεις οικογένεια; Παιδιά;
Μ-μπα..είχα μία σχέση αλλά χωρίσαμε..Εσύ;
Είσαι με κάποιον;..έχεις παιδιά..;
Χαμογέλασε δειλά και της απάντησε.
Α-Ναι..με τον Δημήτρη μου..και έχουμε το πλασματάκι μας..το αγοράκι μας..
Μ-είσαι πολύ τυχερή..
Η Άννα τότε βούρκωσε ενώ απάντησε όπως μπορούσε ώστε να μην δείξει το πόσο πονούσε μέσα της.
Α-ναι..το ξέρω..
Μ-και σε περιμένουν έξω..;
Δεν ήξερε τι να απαντήσει.
Δεν ήθελε να δώσει συνέχεια και έτσι το σταμάτησε.
Α-μπορούμε να σταματήσουμε εδώ την κουβέντα..;
Μ-ναι..φυσικά..και συγνώμη αν σε έκανα να νιώσεις άσχημα..νόμιζα ότι ήθελες να μου μιλήσεις για αυτούς..
Χαμογέλασε καθώς την κοίταξε στα μάτια ενώ της απάντησε.
Α-ίσως κάποια άλλη στιγμή..πάντως σε ευχαριστώ..
Η Μαρία πήγε να σηκωθεί αλλά η Άννα την σταμάτησε με τον τρόπο της.
Α-Μαρία..
Τότε γύρισε και την κοίταξε.
Α-Σε ευχαριστώ πολύ..αλήθεια..
Μ-όποτε χρειαστείς κάποιον να μιλήσεις..αν θέλεις..μου λες..
Α-σε ευχαριστώ πάντως..
Μ-παρακαλώ.
Η Μαρία πήγε στο κρεβάτι της να βγάλει κάτι από τα πράγματα της. Ναι.
Η Άννα εμπιστευόταν εύκολο κόσμο όμως αυτή την φορά είχε σωστό κριτήριο.
Η Μαρία ήταν ένα βασανισμένο πλάσμα όπως και η ίδια της.
Πέρασαν οι ώρες που κύλησαν αργά.
Σκεφτόταν πολύ.
Έφαγαν τα γεύματα που τους αναλογούσαν ενώ η Άννα είχε κουκουλωθεί με την κουβέρτα γιατί ένιωθε ότι ίσως ανέβαζε ξανά πυρετό.
Προσπαθούσε να κοιμηθεί.
Χάιδευε την κοιλιά της και κλαίγοντας την πήρε λίγο ο ύπνος για λίγα λεπτά μέχρι που βγήκε ανακοίνωση από τα μεγάφωνα.
-Σε 10 λεπτά σβήνουν τα φώτα.
Παρακαλούνται οι κρατούμενες να βρίσκονται στα κρεβάτια τους.
Άνοιξε για λίγο τα μάτια της και ύστερα μετά από λίγο τα έκλεισε ξανά.
Ήταν πολύ εξαντλημένη.

«Υπάρχει λόγος;»Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα