«Πως μπορώ να αποβάλω μόνη μου;»

149 13 1
                                    

Pov Άννας:
Άνοιξα τα μάτια μου και γύρω μου επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι.
Γύρισα πλάι μου για να αγγίξω τον Δημήτρη,
όμως η μεριά του ήταν κενή.
Ανασηκώθηκα απότομα στο κρεβάτι και προσπάθησα να ανάψω το φωτιστικό στο κομοδίνο..όμως δεν μπορούσα να το βρω..
Τότε το συνειδητοποίησα.
Δεν ήταν το δωμάτιο μας.
Δεν ήταν το σπίτι μας, μπορούσα να το καταλάβω.
Πήγα να σηκωθώ από το κρεβάτι και ένιωσα ένα ξαφνικό φτερούγισμα στην κοιλιά μου..το μωρό μου..είναι το μωρό μου..
Το χέρι μου ακούμπησε ασυναίσθητα πάνω στην κοιλιά μου..άρχισα να την χαϊδεύω απαλά.

Α-Γεια σου ψυχούλα μου..συγγνώμη που σε ξύπνησα..θα πάμε να βρούμε τον μπαμπά..θέλω όμως να είσαι ήσυχο μωράκι..γιατί δεν ξέρω που βρισκόμαστε..

Σηκώθηκα σιγά σιγά από το κρεβάτι και προσπαθούσα να κατατοπιστω στον χώρο.
Δεν ήξερα που βρισκόμουν..δεν ήξερα..
Φοβόμουν..φοβόμουν πολύ..
Είχε ανατριχιασει όλο μου το σώμα.
Το σκοτάδι όλο και μεγαλώνει.
Τότε άκουσα κάποιον να ουρλιαζει απ' έξω..ακουμπούσα τα χέρια μου στον τοίχο για να μπορέσω να καταλάβω που βρίσκεται το παράθυρο..
Το βρήκα.
Τράβηξα την μεγάλη βαριά σκουρόχρωμη κουρτίνα που το κάλυπτε και έτσι φως μπήκε μέσα στο δωμάτιο απέξω.
Κοίταξα κάτω στο δρόμο και είδα δύο άνδρες να τσακώνονται.
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ο ένας από τους δύο έφυγε τρέχοντας αφήνοντας τον άλλο αιμόφυρτο.
Ήταν ο Δημήτρης μου..όχι..όχι..δεν γίνεται να τον χάσω..δεν γίνεται..
Έτρεξα γρήγορα έξω από το δωμάτιο προσπαθώντας να βρω την έξοδο του κτηρίου.
Τότε είδα ένα παιδικό δωμάτιο στα δεξιά μου..
Η Μαργαριταρένια..η Μαργαριταρένια μου..
Που είναι το κοριτσάκι μου;
Άρχισα να τρέχω στους ατελείωτους διαδρόμους αυτού του σπιτιού.
Ελάχιστο φως είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο τέλος της διαδρομής.
Ούτε κατάλαβα πότε ξεκίνησα να φωνάζω απεγνωσμένη το όνομα της μικρούλας μου..

Α-Μαργαριταρένια..Μαργαριταρένια μου..ψυχούλα μου που είσαι;
Μα-Μαμά..

Άκουσα την φωνή της κόρης μου πίσω μου και γύρισα αμέσως.

Α-Κοριτσάκι μου..
Μα-Μαμά μου..ακολούθα με..

Η Μαργαριταρένια άρχισε να τρέχει.
Την ακολούθησα προσπαθώντας να δω που θα με βγάλει.
Έφτασα όμως μπροστά σε μια σκάλα.
Ένα φαναράκι ήταν αφημένο στο πλατύσκαλο.
Το πήρα και κατέβηκα σιγά σιγά τα σκαλιά.
Μέχρι που έφτασα στο τέλος της σκάλας και είδα στο βάθος του δωματίου να κάθεται σε μια καρέκλα μόνος του ο Δημήτρης.
Είναι ζωντανός..είναι ζωντανός..
Παρόλο που το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν σκοτεινό..τον φώτιζε μια δέσμη φωτός..
Άρχισα να προχωράω προς το μέρος του.

«Υπάρχει λόγος;»Where stories live. Discover now