Kεφάλαιο 5

20 5 4
                                    

Έμεινα ασάλευτη για μερικά λεπτά ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε το διάστημα το οποίο πέρασε μέχρι να συνέλθω. Δεν έδωσα απάντηση, ήταν η σειρά μου τώρα να το παίξω αδιάφορη. Α βέβαια τώρα με θυμήθηκες. Είχα αποφασίσει να κρατήσω την γνωριμία μας για τον εαυτό μου και να μην αποκαλύψω στον πατέρα μου ότι τον γνώριζα. Θα συνέχιζα το παιχνιδάκι μας διατηρώντας την σχέση μας σε επαγγελματικούς τόνους. Έτσι, όταν κάναμε διάλειμμα για καφέ αποφάσισα να πάω απευθείας να πιάσω κουβέντα με τον Στέφανο, αδιαφορώντας για την ύπαρξη του Απόλλωνα. Όταν όμως κάνω σχέδια το σύμπαν γελάει μαζί μου. Και γιατί αυτό; Διότι είχαν ήδη αρχίσει να μιλάνε μεταξύ τους και μάλιστα φαίνονταν σαν να γνωρίζονταν ήδη.

"Ιζαμπέλα", με φώναξε ο Στέφανος πιάνοντας με από τον ώμο, "ξέρεις τον Απόλλωνα; Ήμασταν μαζί στο πανεπιστήμιο στη Βαρκελώνη, στον ίδιο κοιτώνα!"

"Όχι δεν είχα τη χαρά να τον γνωρίσω πριν το σημερινό μίτινγκ", απάντησα με ένα ψεύτικο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη μου. "Ώστε κι εσύ μέτοχος στην 'Makris Corporation' ε;", τον ρώτησα διατηρώντας ευθεία επαφή.

"Από ό,τι φαίνεται ναι" , απάντησε λακωνικά μη θέλοντας, εμφανώς, να δώσει συνέχεια στη συζήτηση. "Πάω να πάρω έναν καφέ, με συγχωρείτε", είπε και εξαφανίστηκε.

Μετά τη συνάντηση, καθώς βρισκόμουν στο αμάξι με τον πατέρα μου, αποφάσισα να κάνω μια μικρή έρευνα για τον Απόλλωνα για αυτό και τον ρώτησα με όση περισσότερη αδιαφορία μπορούσα: "Δε μου λες, αυτός ο... εεε πως τον είπαμε; Που ήρθε αντί για τον πατέρα του...;"

"Α ο Ευαγγέλου ναι. Τι μ΄αυτόν; Είναι ένας από τους ισχυρότερους μετόχους μας ξέρεις. Η γνώμη του μετράει πολύ για μένα, του πατέρα του δηλαδή. Όσο για τον γιο, ελάχιστες φορές τον έχω δει, δεν συνηθίζει να έρχεται, παρόλο που έχει και αυτός ένα μικρό ποσοστό στην εταιρεία.", είπε και χτύπησε το τηλέφωνο του, οπότε δεν πρόλαβα να ρωτήσω περισσότερα. "Ναι, παρακαλώ Μακρής εδώ..."

Όλο το απόγευμα ανέλυα ξανά και ξανά στο μυαλό μου την σύντομη συνομιλία μας. Μα τι είχα πάθει; Ήταν αγενέστατος μαζί μου, έκανε ότι δεν με γνώριζε, μου μίλησε ελάχιστα και στο τέλος σηκώθηκε και έφυγε κιόλας. Ναι, αλλά ο τρόπος που μου έσφιξε το χέρι, η μυρωδιά του περγαμόντου και της βανίλιας που κατέκλυσε τα ρουθούνια μου όταν μου ψιθύριζε στο αυτί με την βραχνή φωνή του... Άρχισε τότε να σχηματίζεται μια ιδέα στο μυαλό μου και ήταν πολύ αργά για να κάνω πίσω. Θα πήγαινα να τον βρω στην πλατεία και να τον ρωτήσω ευθέως γιατί έκανε ότι δεν με γνωρίζει. Ναι ακούγεται καλό σχέδιο. Ξεκίνησα αποφασισμένη, λοιπόν, να πάω να του μιλήσω χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να μας ακούσει κάποιος κοινός γνωστός.

*I walk this empty street on the Boulevard of broken dreams 

Where the city sleeps and I'm the only one and I walk a-

My shadow's the only one that walks beside me

My shallow heart's the only thing that's beating

Sometimes, I wish someone out there will find me 

'Til then I walk alone*

Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός εδώ ο άνθρωπος που αντίκρυζα με την κιθάρα, το μικρόφωνο και το κάργκο παντελόνι ήταν ο ίδιος που το πρωί φορούσε κοστούμι και συμμετείχε σε μίτινγκ επιχείρησης. Πήγα πιο κοντά, μιας και ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί γύρω είχε αρχίσει να σκορπίζει αφού Απόλλωνας άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του σημαίνοντας την λήξη του σόου.

"Τι; Σήμερα δεν έχει πενηντάρικο;", με ρώτησε όλο ειρωνεία, χωρίς να με κοιτάει ενώ τοποθετούσε, προσεκτικά ,την κιθάρα στη θήκη της.

"Θα σου άφηνα άλλα από ό,τι φαίνεται δεν το χρειάζεσαι.", απάντησα στον ίδιο τόνο. "Μάλλον οι μετοχές σου είναι αρκετές."

"Μπορεί και ναι μπορεί και όχι", χαμογέλασε αινιγματικά, βάζοντας την κιθάρα στον ώμο του, έτοιμος πια να φύγει πάλι. 

"Τι θέατρο ήταν αυτό πριν;, είπα αρκετά δυνατά ώστε να τραβήξω την προσοχή ενός παππού που πέρναγε εκείνη τη στιγμή. Είχα αρχίσει να νευριάζω με όλο αυτό το κυνηγητό, όμως δεν μπορούσα να σταματήσω να τον παρατηρώ να διώχνει τα καστανόξανθα μαλλιά από το πρόσωπό του.

"Άμα δεν υπάρχει και λίγο παιχνίδι δεν έχει πλάκα", απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, κοιτώντας το κενό, σαν να μιλούσε σε κάποιον αόρατο. Είχε ήδη ξεκινήσει να προχωράει μακριά μου, όταν του φώναξα : "Πώς ήξερες ότι θα ξανά συναντηθούμε;", με μια απόγνωση να διακρίνεται, πλέον, στη φωνή μου.

Σταμάτησε για μια στιγμή και με κοίταξε με τα εκφραστικά, καστανά του μάτια.

 "Ας πούμε ότι απλά το μάντεψα".






Άδειες φωνέςWhere stories live. Discover now