Kεφάλαιο 10

11 3 0
                                    

Θέλοντας και μη αναγκάστηκα να μπω στο αμάξι του Απόλλωνα, το οποίο μύριζε σαν αυτόν. Περγαμόντο και βανίλια. Κάθισα στη θέση του συνοδηγού, νευρικά,  ενώ ο Απόλλωνας είχε ήδη πάρει θέση πίσω από το τιμόνι. Ο τρόπος με τον οποίο χειριζόταν το αμάξι, ήταν αριστοτεχνικός και αυτό με έβαλε σε περίεργες σκέψεις για το που αλλού θα ήταν επιδέξιος. Με το ένα χέρι έπιανε στιβαρά το τιμόνι και με το άλλο τον λεβιέ των ταχυτήτων, ενώ διαγράφονταν τα χέρια μέσα από το πουκάμισό του, γεγονός το οποίο δεν βοηθούσε ιδιαίτερα την κατάστασή μου.

"Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός που σε απειλεί;", ρώτησε με το άγχος να χρωματίζει τη φωνή του, διακόπτοντάς με από τις πονηρές μου σκέψεις.

"Δεν έχω ιδέα, απάντησα επιφυλακτικά μη θέλοντας να αποκαλύψω πως ύποπτο θεωρούσα τον Στέφανο, νόμιζα ότι ήσουν εσύ". Σταμάτησε απότομα το αμάξι, κάνοντας με να τιναχτώ μπροστά και με κοίταξε με άγριο βλέμμα.

"Πιστεύεις στ' αλήθεια ότι εγώ θα έπαιζα έτσι με το μυαλό σου;", είπε κοιτώντας γυρνώντας το σώμα του προς το μέρος μου.

"Δεν θα μπορούσα να πω με σιγουριά, ανασήκωσα τους ώμους μου χωρίς να διατηρώ οπτική επαφή, γιατί δεν σε ξέρω Απόλλωνα". Τώρα είχα γυρίσει και τον κοιτούσα κατάματα, ενώ η καρδιά μου είχα αρχίσει πάλι να χτυπάει σαν τρελή. "Τη μια το παίζεις αδέκαρος μουσικός και την άλλη μαθαίνω ότι έχεις μετοχές στην εταιρεία του πατέρα μου. Εκτός και αν είσαι όντως διχασμένη προσωπικότητα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να το κάνεις αυτό. Και το κυριότερο που δυσκολεύομαι να καταλάβω είναι γιατί έκανες πως δεν με ξέρεις στο μίτινγκ", συνέχισα το μονόλογό μου εμφανώς νευριασμένη. Εκείνος απλά χαμογελούσε.

"Δεν σου άρεσε το μικρό μας παιχνιδάκι; Γιατί αν θυμάμαι καλά εσύ ήσουν αυτή που το συνέχισε", είπε και έγειρε προς το μέρος μου, τόσο έτσι ώστε μπορούσα να διακρίνω τη γραμμή ενός τατουάζ πάνω από το στήθος του. Η παρατήρηση αυτή ήταν αρκετή για να αποσυντονίσει και να χάσω τα λόγια μου. Μα τι μου είχε κάνει που δεν μπορούσα να σταθώ δίπλα του χωρίς να νιώθω αποπροσανατολισμένη.

"Όχι, δεν μου αρέσουν τα παιχνίδια", απάντησα σταθερά.

"Ε εντάξει δεν είναι και για όλους", απέστρεψε το βλέμμα του και ξανά ξεκίνησε το αυτοκίνητο, μόνο που τώρα οδηγούσε πιο γρήγορα, σχεδόν νευριασμένα. Δεν βγάλαμε άχνα μέχρι να με πάει στο σπίτι και όταν με άφησε του είπα μόνο ένα ξερό "Ευχαριστώ" και εκείνος αρκέστηκε σε ένα νεύμα. Αφού ανέβηκα τη μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι και μπήκα μέσα , μόνο τότε τον άκουσα να βάζει ξανά μπροστά το αμάξι και να φεύγει. Τα φώτα στο σπίτι ήταν σβηστά, ο πατέρας μου και η Βίβιαν είχαν ήδη πάει για ύπνο, οπότε ανέβηκα νυχτοπατώντας τη στριφογυριστή σκάλα και ανέβηκα στο δωμάτιο μου. Σωριάστηκα στο κρεβάτι και πριν το καταλάβω δάκρυα έτσουζαν τα μάτια μου. Έρρεαν σαν χείμαρροι στα μάγουλά μου, αφήνοντας σημάδια στο μαξιλάρι μου, σε συνδυασμό με μάσκαρα. Κάποτε είχα διαβάσει ότι δεν αξίζει να ασχολείσαι με ένα αγόρι που σου χαλάει τη μάσκαρα και σήμερα το ένιωσα. Προσπάθησα να αποφορστιστώ από τα γεγονότα της ημέρας κάνοντας ένα ζεστό μπάνιο, χαρούμενη που είχε φτάσει επιτέλους στο τέλος της.

Σηκώθηκα το πρωί, χωρίς να έχω κάνει ουσιαστικό ύπνο και αυτό φαινόταν σίγουρα στο πρόσωπό μου, όπως διαπίστωσα, μετά από μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη. Αναλογίστηκα το τελευταίο μήνυμα του άγνωστου αποστολέα, μέχρι που πόνεσε το κεφάλι μου, οπότε  σταμάτησα να ασχολούμαι για την ώρα. Είχα ραντεβού σε μια ώρα να δω τον χώρο του εστιατορίου, έτσι ξεκίνησα να ετοιμάζομαι γρήγορα, μιας και η τοποθεσία του ήταν στην άλλη άκρη της πόλης. Κάλεσα ένα ταξί να με περιμένει κάτω από  το σπίτι, όμως πριν προλάβω να κατέβω , με κάλεσε ένας άγνωστος αριθμός. Έχει γούστο να είναι ο μυστηριώδης αποστολέας, σκέφτηκα. "Παρακαλώ;", αποκρίθηκα. "Είμαι κάτω από το σπίτι και σε περιμένω να πάμε στο γραφείο, διαταγές του πατέρα σου", ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι αυτή η ψυχρή  χροιά ανήκε στον Απόλλωνα. Με περίμενε να με πάει στην εταιρία; Πολύ περίεργο. "Κατεβαίνω", ήταν το μόνο που κατάφερα να απαντήσω. Χιλιάδες ερωτήματα ταλαιπωρούσαν το μυαλό μου πριν μπω στο αμάξι του. 

"Γιατί ήρθες να με πάρεις εσύ;", ρώτησα στον ίδιο τόνο που μου είχε μιλήσει.

"Η αλήθεια είναι πως δεν είναι η καλύτερή μου να κάνω τη σωφερίνα, αλλά μου το ζήτησε σαν χάρη  ο πατέρας σου.", απάντησε ενώ έβαλε μπροστά το αμάξι.

"Μάλιστα", απάντησα αργόσυρτα χωρίς να έχω πειστεί ιδιαίτερα.

Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που ανταλλάξαμε μέχρι το γραφείο, όμως, όταν επιτέλους φτάσαμε και βγήκα από το αυτοκίνητο και έκανα να πάω προς την είσοδο, παρατήρησα πως δεν με ακολούθησε. 

"Δεν θα ανέβεις εσύ;", τον κοίταξα απορημένα,

"Μπα, όχι έχω κάτι δουλειές", είπε αόριστα και έφυγε κι εγώ έμεινα να τον κοιτάω ενώ αναπάντητα παρέμεναν τα ερωτήματα που με βασάνιζαν.

Άδειες φωνέςWhere stories live. Discover now