Kεφάλαιο 9

9 3 1
                                    

Εμ... συγγνώμη; Τι ακριβώς έγινε μόλις τώρα; Προσπάθησα να καθίσω στη θέση μου και να φερθώ όσο πιο φυσιολογικά μπορούσα, μα αυτό ήταν αδύνατον αφού ο Απόλλωνας είχε πάρει το λόγο σε μια πολιτική συζήτηση με τους υπόλοιπους. Άρχισα να τους παρατηρώ προσεκτικά έναν, έναν. Πρώτα ο κύριος Αναγνώστου χαμογελούσε με νευρικότητα ενώ στριφογύριζε το κόκκινο κρασί που είχε μείνει στο ποτήρι του αρκετά απρόσεκτα. Η Βίβιαν φαινόταν απορροφημένη στα λόγια του Απόλλωνα, μα ήμουν σίγουρη πως το μυαλό της ταξίδευε, καθώς τον κοίταζε με απλανές βλέμμα. Τέλος, ο πατέρας μου, πάντα έτοιμος για μια πολιτική αντιπαράθεση, είχε πάρει θέση γερμένος πάνω στο τραπέζι, όπως η τίγρης όταν ετοιμάζεται να επιτεθεί στο επίδοξο θήραμά της. Εγώ, από την άλλη, ήμουν απορροφημένη στις σκέψεις μου και γι΄αυτό τινάχτηκα όταν αναφέρθηκε το όνομα μου.

"... σε αυτό μπορώ να πω με βεβαιότητα πως την Ιζαμπέλα θα την βρεις αντίθετη", ακούστηκε να λέει ο πατέρας μου κοιτώντας με με επιφύλαξη.

"Συγγνώμη, δεν άκουσα το τελευταίο. Σε τι αντιτίθεμαι, εκτός φυσικά από όλα αυτά που συμβαίνουν τη σήμερον ημέρα", απάντησα σαρκαστικά.

"Είπα ότι θεωρώ τον τρόπο διαχείρισης της εξωτερικής, πολύ αποτελεσματικό, αφού τα κεφάλαια των επενδύσεων έχουν αυξηθεί κατά πολύ", πήρε τον λόγο ο Απόλλωνας με ένα μειδίαμα στα χείλη. 

"Δεν νομίζω ότι μπορώ να πάρω στα σοβαρά άνθρωπο που έχει διχασμένη προσωπικότητα", του αντιγύρισα ξερά, γνωρίζοντας ότι αυτή η κουβέντα θα έχει και συνέπειες αργότερα.

"Ιζαμπέλα πως μιλάς έτσι! Μαζέψου σε παρακαλώ πολύ!", πήρε τον λόγο η δήθεν θορυβημένη Βίβιαν, έχοντας την έγκριση του πατέρα μου, ο οποίος κουνούσε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.

"Μην ανησυχείτε κύρια Μακρή, έχω μάθει να μην με αγγίζουν τέτοια σχόλια.", απάντησε χαμογελώντας, πλέον, διότι είχε πάρει αυτό που ήθελε.

"Εμένα να με συγχωρείτε, πάω να πάρω λίγο αέρα", είπα και χωρίς να με ενδιαφέρει η απάντησή τους σηκώθηκα άτσαλα από το τραπέζι, ρίχνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο. Δεν γύρισα καν να δω τη σκηνή αναστάτωσης που είχα προκαλέσει, μέχρι να φτάσω στην πόρτα καθώς περίμενα να μου φέρουν το παλτό μου για να βγω έξω. Έριξα μια κλεφτή ματιά προς το τραπέζι, όπου όλοι είχαν σηκωθεί στην προσπάθειά τους να μην βραχούν, ενώ διέκρινα έναν κόκκινο λεκέ να στολίζει το κατάλευκο πουκάμισο του Απόλλωνα και χαμογέλασα αμυδρά. Το παλτό μου κατέφθασε και βγήκα έξω να πάρω λίγο καθαρό αέρα και να απολαύσω τη νίκη μου. Τότε μου ήρθε ένα δεύτερο μήνυμα από τον ίδιο άγνωστο αριθμό. Πιο απειλητικό αυτή τη φορά αλλά και πάλι αρκετά διφορούμενο. "Θα μετανιώσεις για αυτό που έκανες." Και πάλι ποιος θα μπορούσε να είναι; Ο Απόλλωνας, εννοώντας αυτό που συνέβη μέσα; Ή μήπως ο Στέφανος αναφερόμενος στην πλεκτάνη που του έστησα ; Με κατέλαβε πάλι η ίδια νευρικότητα, όπως και το απόγευμα και αποφάσισα να πάω πάλι μέσα στο εστιατόριο, μόνο για να τους συναντήσω στα μισά έτοιμους να φύγουν.

"Τι τελείωσε το πάρτι;", ειρωνεύτηκα απευθυνόμενη σε όλους, μα δεν έλαβα απάντηση.

"Έλα Ιζαμπέλα, νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάμε στο σπίτι", με κοίταξε με αυστηρό τόνο ο πατέρας μου, με ύφος που δεν σήκωνε πολλές αντιρρήσεις.

"Μπα, λέω να κάνω μια βόλτα και να έρθω μετά", απάντησα όσο πιο ανάλαφρα μπορούσα.

"Απόλλωνα σε παρακαλώ πήγαινε μαζί της και φρόντισε να επιστρέψει η κοπέλα σώα στο σπίτι της", πήρε τον λόγο ο κύριος Αναγνώστου κοιτώντας με με επιφύλαξη, λες και είμαι ψυχικά ασταθής.

"Όχι ευχαριστώ δεν χρειάζομαι κηδεμόνα", τον αγριοκοίταξα και πριν προλάβει να απαντήσει ο Απόλλωνας έφυγα χωρίς να τους χαιρετίσω, παίρνοντας τον μακρύ δρόμο για το σπίτι.

Καθώς περπάταγα προσπαθούσα να οργανώσω τις σκέψεις μου, μα αυτό ήταν αδύνατον. Δεν ήξερα τι να νιώσω ντροπή, αγανάκτηση, θυμό; Είχα προχωρήσει αρκετά, καθώς περπάταγα για κάνα τέταρτο, όταν μια μαύρη Lamporghini, με φιμέ τζάμια, προχωρούσε παράλληλα με μένα. Άνοιξε το παράθυρο και είδα το πρόσωπο του Απόλλωνα να ξεπροβάλλει. 

"Έλα μέσα θα σε πάω εγώ στο σπίτι. Δεν χρειάζεται να περπατάς μέσα στο κρύο για να αποδείξεις κάτι", μου είπε με ήρεμο αλλά αυστηρό τόνο. Δεν του απάντησα καν απλά συνέχισα να περπατάω.

"Μην με κάνεις να βγω από το αμάξι και να σε βάλω μέσα με το ζόρι", αγρίεψε. Όταν είδε πως δεν έπαιρνε απάντηση, σταμάτησε το αμάξι στην άκρη, βγήκε χτυπώντας αρκετά δυνατά την πόρτα και άρχισε να περπατά προς το μέρος μου. Η καρδιά μου χόρευε στους δικούς της ρυθμούς καθώς δεν ήξερα τι να περιμένω και έτσι σταμάτησα απότομα και τον κοίταξα. Οι ματιές μας συναντήθηκαν και άρχισα να διακρίνω αυτόν τον Απόλλωνα, που είχα δει και τότε, ο οποίος δεν ήταν κάτι άλλο παρά ένας μουσικός του δρόμου. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μαλάκωσαν καθώς κοιταζόμασταν. Άφησα τις άμυνες μου να πέσουν, αλλά μόνο για μια στιγμή, μέχρι να θυμηθώ το μήνυμα που έλαβα νωρίτερα.

"Ξέρεις είναι πολύ κακή υποκρισία, να μου στέλνεις απειλητικά μηνύματα και μετά να προσποιείσαι ότι θες να με βοηθήσεις", του είπα περιμένοντας να δω την αντίδραση του, αλλά φάνηκε μπερδεμένος.

"Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς. Δεν σου έστειλα κανένα μήνυμα. Μήπως θα ήθελες να σου στείλω και μπερδεύτηκες;", απάντησε χαμογελώντας ειρωνικά. Δεν πρόλαβα να του απαντήσω γιατί εκείνη την στιγμή ήρθε ένα τρίτο μήνυμα από τον άγνωστο αριθμό. Μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία που έδειχνε εμένα και τον Απόλλωνα να μιλάμε μπροστά από το αμάξι του! Όποιος την είχε τραβήξει βρισκόταν σε απόσταση περίπου 10 μέτρων. Είχα μείνει αποσβολωμένη να κοιτάω το κινητό και ο Απόλλωνας ήρθε κοντά μου για να δει. Σχεδόν τον ένιωθα να με ακουμπάει και ταράχτηκα ακόμα περισσότερο.

"Μήπως με πιστεύεις τώρα ότι δεν ήμουν εγώ;"


Άδειες φωνέςWhere stories live. Discover now