Κεφάλαιο 7

14K 1.2K 60
                                    

Έξω έβρεχε όλη τη νύχτα. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι έχοντας κλειστά τα μάτια μου. Κάλυπτα με τα χέρια μου τα αυτιά  μου, προσπαθώντας να μην δίνω σημασία στις δυνατές βροντές που ακούγονταν σε όλο το δωμάτιο. 
Η δυνατή βροχή και οι αστραπές μου ξανά έφερναν στο μυαλό τις νύχτες εκείνες πίσω στο σπίτι. Οι εικόνες ξεπρόβαλαν ξανά μπροστά μου.
Ο μπαμπάς να επιστρέφει στο σπίτι μεθυσμένος για άλλη μια φορά. Εγώ στο δωμάτιο μου να κοιτάω από το άνοιγμα της πόρτας να την χτυπάει όσο βρίσκονταν κουλουριασμένη στο πάτωμα. Το  βλέμμα της συνάντησε το δικό μου και για να με καθησυχάσει μου χαμογέλασε με το αίμα να τρέχει από το ματωμένο κεφάλι της στη ροζ νυχτικιά της. Ο μπαμπάς μέσα στην ζάλη του είδε την γυναίκα του να χαμογελά και ακολούθησε το βλέμμα της. Τώρα εκείνος κοιτούσε εμένα και άφησε την μαμά μου μισό λιπόθυμη στο πάτωμα της κουζίνας. 

"Όχι! Όχι!" ούρλιαζε η μαμά μου με όλη την δύναμη της. Πρόλαβε και γατζώθηκε από το πόδι του, εκείνος όμως δεν σταματούσε και συνέχισε να την σέρνει μαζί του. 

"Κλείδωσε την πόρτα σου Λίζα! Κλείδωσε την αγάπη μου! Γρήγορα!" συνέχιζε να φωνάζει. Είχα κοκαλώσει στην θέση μου, πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου να κοιτάω τον άνθρωπο που αποκαλούσα πατέρα να έρχεται απειλητικά στο μέρος μου με τις γροθιές του ματωμένες. Δεν χρειάστηκε να πλησιάσει την πόρτα για να μυρίσω το αλκοόλ.

"Λίζα! Τώρα!" σπάραζε η μαμά μου. Πριν προλάβει να με φτάσει, έκλεισα την πόρτα του δωματίου, κλειδώνοντας την βιαστικά. Είδα από την κλειδαρότρυπα τον μπαμπά μου να απομακρύνεται βρίζοντας και να αρπάζει την μαμά μου από τα μαλλιά, οδηγώντας την πίσω στη κρεβατοκάμαρα τους...Ήμουν 7 χρονών. 

Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και σκεπάστηκα με την κουβέρτα, με  μικρά και αργά βήματα βγήκα έξω.  Ο Θάνος καθόταν στο σαλόνι και συμπλήρωνε κάτι χαρτιά. Σήκωσε και το βλέμμα του και με κοίταξε που τον πλησίασα χωρίς να του μιλήσω. Με σκυμμένο το κεφάλι έκατσα δίπλα του. 

"Είναι αργά, θα έπρεπε να κοιμάσαι τώρα." Πριν προλάβω να μιλήσω ένα δυνατό μπουμπουνητό με έκανε να πέσω πάνω του. 

"Άσε με να μείνω εδώ και σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε ξανά ενοχλήσω ποτέ!" του είπα με σιγανή φωνή. 
Ένιωσα που αποτραβήχτηκε αλλά τον κρατούσα με δύναμη από το μπράτσο. 

"Σε παρακαλώ." ξανά είπα με σιγανή μεν αλλά σταθερή δε φωνή. Ο Θάνος με έβλεπε που έτρεμα δίπλα του και ξεφυσώντας με άφησε να μείνω δίπλα του. 

"Πρώτη και τελευταία φορά." μου απάντησε. 

"Ευχαριστώ." 

"Γιατί;" 

"Που δεν με ρώτησες γιατί συμπεριφέρομαι έτσι." 

Να με ΠροσέχειςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα