Kεφάλαιο 19

14.2K 1.2K 149
                                    

Μάζευα τις λερωμένες πετσέτες πάνω από το παρκέ με ένα τεράστιο σύννεφο στεναχώριας πάνω από το κεφάλι μου. Μπορούσες να δεις την μιζέρια στα μάτια μου και οι μαύροι κύκλοι με έκαναν να φαίνομαι σαν ένα δυστυχισμένο ρακούν. 

"Σήμερα είναι η τελευταία προπόνηση πριν τον αγώνα, θελώ να δώσετε το εκατό τοις εκατό του εαυτού σας. Και το βράδυ να πάτε νωρίς για ύπνο, μην μάθω ότι κάποιος από εσάς ξενύχτησε." έλεγε ο κ. Στέλιος στους παίχτες που τους είχε συγκεντρώσει στο κέντρο του γηπέδου.
Δεν μπορούσα να σηκώσω το βλέμμα μου, στη μία άκρη στεκόταν ο Θάνος και στην άλλη η οχιά ο Μάνος. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Όποτε συνέχισα να καθαρίζω ήσυχα όσο έκαναν οι παίκτες ζέσταμα. 

"Θα πεθάνω μόνη και με μια σφαίρα στο κεφάλι. Γουστάρω." μουρμούριζα. Αυτό που με ενοχλεί τόσο πολυ είναι ότι ο Θάνος είναι τόσο άνετος. Δεν τον νοιάζει! Δηλαδή τόσο αδιάφορο ήταν το φιλί, τόσο αδιάφορη του είμαι; Δεν μετράω καθόλου σαν γυναίκα; Ούτε τόσο δα;
Αφού τελείωσα το καθάρισμα, δεν είχα τι άλλο να κάνω. Η μόνη λύση ήταν να κάτσω στον πάγκο και να χαζεύω τη προπόνηση. 

Αποκλείεται. Μετά τα χθεσινά δεν ξανά μίλησα στον Θάνο. Ας πούμε ότι είμαι λίγο θυμωμένη με τον εαυτό μου που μίλησα τόσο απερίσκεπτα και αρκετά ντροπιασμένη. Επίσης, μην ξεχνάμε, ότι έχουμε και τη πιθηκόφατσα του Μάνου. 

Εν τέλει, σηκώθηκα πήρα τη ζακέτα μου και βγήκα έξω από το γήπεδο να κάνω καμιά βόλτα. Όσο περπατούσα, με την άκρη του ματιού μου πέτυχα ένα ωραιότατο πεζούλι κάτω από ένα μικρό δέντρο, το οποίο σχημάτιζε σκιά με τα φύλλα του. Βιαστικά κατευθύνθηκα προς το πεζούλι και όταν έκατσα απλώθηκα σε όλη του την έκταση. 

Κοίταξα γύρω μου και είδα ότι δεν είχε πολύ κόσμο,  μόνο μερικά σπίτια. Φαινόταν όμορφη γειτονιά και αρκετά ήσυχη. Έκλεισα για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια μου απολαμβάνοντας την ησυχία. Μακριά από δολοφόνους, αστυνομικούς, ιδρωμένους παίκτες και πετσέτες. 


Πόσο όμορφη αυτή η ησυχία...

"Μάρκο! Γύρνα πίσω! Που πας!; Μια παρεξήγηση ήταν!" 

Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα και χάζευα έναν μελαχρινό άντρα να τρέχει στο δρόμο και από πίσω μια κοπέλα να τον φωνάζει. Η κοπέλα ίσα που τον προλάβαινε, καθώς όσο έτρεχε έβριζε για τις χνουδωτές παντόφλες που δεν της επέτρεπαν να τρέξει.

"Μάρκο! Αν δεν γυρίσεις πίσω, θα σου κάψω τη μηχανή! Μάρκο!" συνέχιζε να φωνάζει έξαλλη η κοπελά. Κάποια στιγμή έβγαλε μία από τις χνουδωτές παντόφλες της και την πέταξε προς την κατεύθυνση που είχε πάει ο νεαρός άντρας. Βέβαια, εκείνος είμαι σίγουρη ότι έχει φτάσει αρκετά μακριά. Η κοπέλα λαχάνιαζε και μουρμουρούσε, πιθανότατα, κάποιες βρισιές. Κάποια στιγμή, ακόμη λαχανιασμένη, ήρθε και έκατσε δίπλα μου χωρίς να φοράει τη μία της παντόφλα.

"Είστε καλά; Την ρώτησα και της έκανα χώρο να κάτσει. 

"Πάει η παντόφλα. Ήταν η έκτη αυτό το μήνα." μου απάντησε αγανακτησμένη. "Πως να είμαι καλά, με αυτό τον άνθρωπο που παντρεύτηκα!" άρχισε να φωνάζει. 

"Ηρεμήστε σας παρακαλώ!" της είπα προσπαθώντας να την ηρεμήσω. 

"Όσο μου μιλάς στο πληθυντικό τόσο πιο πολύ φουντώνω." γύρισε και με κοίταξε φτιάχνοντας τα μαλλιά της. Ήταν μια όμορφη κοπέλα περίπου στην ηλικία μου και ελαφρώς κοκκινισμένη από το τρέξιμο. 

"Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω." της είπα ευγενικά. "Θέλεις να σου φέρω λίγο νερό;" 

"Όχι καλά είμαι! Μήπως έχεις βενζίνη να του κάψω τη μηχανή;" 

"Λίγο δύσκολο...Αλλά γιατί έτρεχες;" Δεν άντεξα και την ρώτησα. 

"Αυτόν που τον κυνηγούσα τον είδες;"

"Νομίζω πως ναι."

Να με ΠροσέχειςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα