Κεφάλαιο 20ο.

187 17 3
                                    

Τα χέρια του έτρεμαν σε κάθε χιλιοστό που περνούσε. Όσο και να το σκεφτόταν όμως δεν ήθελε να αρνηθεί και να το βάλει κάτω. Το έκανε με θέληση και αυτοπεποίθηση πια. Για ποιόν λόγο όμως; Για την Σαβίνα; Ίσως. Αλλά άλλος ήταν ο πραγματικός λόγος. Ο Χρόνης. Η εκδίκηση που ήθελε να πάρει. Όχι για την Σαβίνα αλλά για ηθικούς λόγους. Είναι αδιανόητο να κρατάς μια γυναίκα χωρίς την θέλησή της και να την εκβιάζεις, να την βιάζεις, να την κακομεταχειρίζεσαι. Απάνθρωπο και ανήκουστο.

Περνούσαν τα σπίτια και τα δέντρα από δίπλα του και το μόνο που έκανε ήταν να αφουγκράζεται την αύρα της ατμόσφαιρας μέσα από τον αέρα. Κάθε λεπτό που περνούσε φαινόταν δευτερόλεπτο και όλα τελείωναν τόσο γρήγορα που δεν αντιλαμβανόταν πως ο δρόμος σιγά σιγά έφτανε στο τέλος του. Το αμάξι σταμάτησε απότομα και πήρε μια βαθιά ανάσα για να πάρει την δύναμη που χρειάζεται. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, είδε εκείνη την πολυκατοικία. Ήταν γκρι, ψηλή και σχεδόν γιγάντια. Αδιάφορη και άοσμη. Μπήκε μέσα και με το δάκτυλό του ακουμπούσε ελαφρά ένα ένα τα κουδούνια. Λέα Κλωντάκη. Χτύπησε το κουδούνι και ανέβηκε στον πέμπτο όροφο. Χτύπησε την πόρτα. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπά τόσο δυνατά ξανά και ξανά. Στην πόρτα εμφανίστηκε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας. Με γκρίζα μαλλιά και καθαρά καταγάλανα μάτια. Δεν φαινόταν εγκληματίας ούτε κακοποιός. Αντίθετα ήταν μια λεπτεπίλεπτη γυναίκα, ψιλόλιγνη και φινετσάτη. Ήταν παράξενο που ντυνόταν τόσο κομψά και κυριλάτα παρόλο που ήταν συνεργός σε κάτι που ούτε εκείνος μπορούσε να προσδιορίσει. Εστίαζε στο βλέμμα της και εκείνη στο δικό του τόσο απροκάλυπτα. 

" Λέα. " του απαντά. 

" Στρατής " λέει εκείνος. Αυτόματα το χέρι της πηγαίνει σε ένα έπιπλο πίσω από την πόρτα. Για μια στιγμή ο Στρατής έκανε πίσω. Νόμιζε ότι θα έβγαινε κανένα όπλο ή κανένα μαχαίρι, και τελικά αμαυρωθεί η ωραία εικόνα της κομψής ηλικιωμένης. Όμως όχι. Φέρνει ένα γκρίζο κουτί τυλιγμένο με ένα κόκκινο γυαλιστερό χαρτί με αρκουδάκια. Σαν να ήταν ένα παιδικό δωράκι. Καλή ιδέα για μεταφορά λαθραίων, σκέφτηκε. 

Η πόρτα έκλεισε χωρίς καν να χαιρετηθούν. Γύρισε ξανά πίσω στην πραγματικότητα και δεν κατάλαβε πότε έφτασε πίσω στην είσοδο. Το αυτοκίνητο δεν ήταν το ίδιο. Για λόγους κάλυψης άλλαξε. Μπήκε στο νέο και χωρίς πολλά πολλά ξεκίνησε ο δρόμος για το λιμάνι. Ξανά ατελείωτος και μεγάλος. Τα δέντρα δέσποζαν από μακριά και σιγά σιγά αχνοφαινόταν η θάλασσα που άφριζε ανα διαστήματα. Το παράξενο είναι ότι όλα από εδώ άρχισαν. Εκείνη την ημέρα που έπιασε χώμα κρητικό και αέρα μεσογειακό ήρθαν όλα πάνω κάτω. Ήλπιζε να μην τελείωναν κιόλας εκεί. 

" Ανάθεμα την βεντέτα...Τα ένοχα μυστικά. "Where stories live. Discover now