Κεφάλαιο 25ο.

141 11 1
                                    

"Δεν είσαι μάνα μου εσύ! Δεν είσαι!" ωρυόταν ο Στρατής. Η Χαρά έκλαιγε και προσπαθούσε να τον ηρεμήσει όσο περιφερόταν γυρω γύρω στο κήπο. Βρισκόντουσαν στο εξοχικό τους και όλοι οι υπόλοιποι, πλην του Ζήση βέβαια, ήταν στο πατρικό τους. Ωστόσο τα λόγια αυτά πλήγωναν τη ψυχή της Χαράς όσο τίποτε άλλο. Έναν μονάκριβο γιο είχε και κόντευε να τον χάσει. Έχανε σταδιακά τον Παύλο και τώρα πια έχανε και τον Στρατή.

" Πως μπόρεσες να το κάνεις αυτό! Μου λες πως!; Μάνα είσαι εσύ; Ε! " ρωτούσε συνεχώς όσο η Χαρά δεν ανταποκρινόταν. Προσπαθούσε να του μιλήσει αλλα ήταν αδύνατον. Βρισκόταν σε κατάσταση υστερίας και το να μιλούσε δεν θα ωφελούσε κανέναν. 

" Ήθελα να ήξερα δεν ντραπήκατε και εσύ και ο άλλος που θέλει να λέγεται πατέρας, να στερήσετε το δικαίωμα της πατρότητας σε έναν άνθρωπο; " φώναξε. Εκείνη έμεινε σιωπηλή.

" Μίλα ρε μάνα! Δεν την αντέχω την ανευθυνότητά σας! Πες μου! " έλεγε. Η Χαρά όμως δεν ήταν έτοιμη ακόμα να μιλήσει και να αποκαλύψει στον γιο της τη πλήρη αλήθεια. Ο Στρατής επέμενε πολύ αρχικά. Μετά από λίγα λεπτά έπαιξε το τελευταίο του χαρτί. Εάν και αυτό δεν έπιανε, τότε θα ήταν βέβαιος πως ζει στο απόλυτο ψέμα και σε μια εικονική πραγματικότητα με γονείς που τόσα χρόνια έθαβαν την αλήθεια κάτω από τα ψέματά τους. 

" Αν δεν μου πεις, θα τα παρατήσω όλα και θα σηκωθώ να φύγω. Δε θα με ξαναδείς ποτέ. " είπε ψυχρά, νιώθοντας πόνο ψυχικά και αγανάκτηση. Ήθελε μόλις λίγα λεπτά για να πάρει την απόφασή του και να φύγει. Εννοείται πως δεν είχε σκοπό να τα σταματήσει όλα και να παρατήσει τη σχολή που εξάλλου έκανε τόση φασαρία για να διεκδικήσει. Αλλά ήθελε να τη φοβερίσει λίγο. Έστω να τη τρομάξει ελάχιστα. Για να λυγίσει. Περίμενε κανα δυό λεπτά αλλά μάταιο. Η Χαρά δεν ήταν ακόμα έτοιμη να μιλήσει. 

" Ωραία λοιπόν..." είπε εκείνος. Πήρε τη τσάντα του από το μαρμαρένιο σκαλί και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα μέχρι που η Χαρά πετάχτηκε από τα σκαλιά σαν να την διαπέρασε ρεύμα. 

" Κάθισε. Θα σου μιλήσω. Θα σου πω ο,τι πρέπει να ξέρεις. " του είπε και ένα δάκρυ κύλησε από τα πληγωμένα μάτια της. 


Η Σαβίνα βρισκόταν στο πατρικό της Χαράς μαζί με τον θείο Λάμπρο και τον Βαγγέλη. Κάπου εκεί ήταν και η Ζέτα που όμως ήταν αρκετά προβληματισμένη για να της δώσει τη παραμικρή σημασία και να της μιλήσει. Ένιωθε αρκετά ανασφαλής και άβολα όταν ήταν δίπλα στην οικογένεια του Στρατή. Κάτι εντελώς παράλογο αν σκεφτείς ότι μαζί του αισθανόταν άνεση και ηρεμία. Ο Βαγγέλης το είχε καταλάβει αυτό εδώ και καιρό. Φαινόταν από τη στάση του σώματός της και από το γεγονός ότι απέφευγε να μιλήσει, έστω να κοιτάξει, κάποιον από αυτούς. Παράξενο. Μια τόσο δυναμική και ατίθαση γυναίκα να αισθάνεται ευάλωτη μπροστά σε τόσο κόσμο, σχεδόν άγνωστο βέβαια. Ο Βαγγέλης, αφού το αντιλήφθηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και ζήτησε να βγουν έξω να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Εκείνη παραξενεύτηκε. Ιδιαίτερα όταν άντρες της ζητήσουν να μιλήσουν ιδιαιτέρως, ήξερε πως δεν ήταν για καλό αλλά στη προκειμένη περίπτωση δεν επρόκειτο για τέτοια "παρεξήγηση" . 

" Ανάθεμα την βεντέτα...Τα ένοχα μυστικά. "Where stories live. Discover now