Κεφάλαιο 27o.

120 12 8
                                    

" Τι πονοκέφαλος είναι αυτός; Που βρίσκομαι; " αναρωτιέται ο Στρατής. Ακουμπάει το κεφάλι του και σιγά σιγά κοιτάζει το χώρο γύρω του. Αμέσως, αντιλαμβάνεται πως η Ζέτα τον έριξε στο κρεβάτι και παρατηρεί τα πεταμένα τους ρούχα παντού. Πετάγεται ξαφνικά από το κρεβάτι και εκείνη τη στιγμή η Ζέτα ξυπνά αμέριμνη και άκρως άνετη μετά από όλη τη σύγχυση που του προκάλεσε. 

" Τι έκανες Ζέτα; Πόσο ανεγκέφαλη είσαι; " 

" Τι κάναμε θες να πεις. Δεν τα έκανα όλα μόνη μου Στρατή. " είπε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να τον αγκαλιάσει αλλά εκείνος τη πέταξε πίσω στο κρεβάτι. 

" Είσαι τρελή κοπέλα μου; Γιατί με παρέσυρες; Είδες πως ήμουν πιωμένος, τι σκεφτόσουν πια; " της φώναζε ψάχνοντας το παντελόνι του ανάμεσα στα σεντόνια. Φόρεσε ο,τι βρήκε και όπως το βρήκε και σύντομα βρισκόταν έξω από την πόρτα. Η Ζέτα, τυλιγμένη με ένα σεντόνι βγήκε έξω και του φώναξε. 

" Στρατή πάντα θα τριγυρίζει στο μυαλό σου η φιγούρα μου! Να το θυμάσαι αυτό! ". Κάθισε στο κρεβάτι ξανά και άναψε ένα τσιγάρο, όπως συνήθιζε κάθε πρωί. Το χαμόγελο είχε χαρακτεί στο πρόσωπό της και αισθάνθηκε την ικανοποίηση που τόσο καιρό έψαχνε. Και η δικαίωση θα ερχόταν κάποιες μέρες μετά. 

Ο Στρατής μέχρι να απομακρυνθεί από το σπίτι της ακολασίας, ένιωθε έναν κόμπο στο στομάχι. Είχε απατήσει τον έρωτά του και αυτό δεν μπορούσε να το συγχωρήσει στον εαυτό του. Ούτε στη Ζέτα μπορούσε να το συγχωρήσει αλλά προς το παρόν ήταν η τελευταία του σκέψη η Ζέτα. Και πόσο μάλλον μετά από εκείνη τη τραυματική νύχτα. Σταδιακά και καθώς κοιτούσε τη θάλασσα του έρχονταν στο νου μνήμες από την καυτή τους νύχτα. Κουνούσε απερίσπαστα το κεφάλι του για να ξεχάσει όσα θυμόταν. Βούιζε το μυαλό του από τους ήχους που ο ίδιος προκαλούσε στη Ζέτα. Μόνο όταν έφτασε στο νοσοκομείο ήξερε πως θα ελαφρυνόταν το μυαλό του από τις ηχηρές σκέψεις. Ανέβηκε ξανά τους ορόφους ευελπιστώντας να μην συναντήσει την μητέρα του ή την, πλέον γνωστή άγνωστη, θεία του. Και ευτυχώς για εκείνον δεν βρήκε καμιά τους εκεί. Χτύπησε διστακτικά την πόρτα και άκουσε ένα δειλό «περάστε». Ο Παύλος μετά από τόσο καιρό που είχε να δει τον γιο του κατάλαβε πόσο του είχε λείψει. Αντιλήφθηκε κάθε μικροαλλαγή πάνω του και το ίδιο έκανε ο Στρατής. Ανατρίχιασε όταν είδε τον πατέρα του ανάμεσα σε τόσα σωληνάκια και μηχανήματα. Αισθάνθηκε ανάξιος να βρίσκεται κοντά του. Τώρα καταλάβαινε πόσο δύσκολο θα ήταν για τον Παύλο να μεγαλώνει ένα παιδί που ουσιαστικά δεν είναι δικό του. Να τον έχει κατακτήσει τόσο πολύ ως πατέρας και τότε να τον προειδοποίησε πως το ταξίδι ως την Κρήτη δεν θα του έβγαινε σε καλό. Και να που εν τέλει η προειδοποίηση βγήκε αληθινή. Ο Παύλος, μόλις είδε τον Στρατή να κάθεται δίπλα του, έκανε μια κίνηση να σηκωθεί αλλά ο οργανισμός του δεν το επέτρεψε. 

" Ανάθεμα την βεντέτα...Τα ένοχα μυστικά. "Where stories live. Discover now