o n e

2.3K 73 7
                                    

Καθαρίζω το τελευταίο τραπέζι. Πριν καν καθίσω έρχεται και άλλη παρέα. Τα πόδια μου δε τα νιώθω πλέον.
"Πάω εγώ. Ξεκουράσου λιγάκι" ακούω την Καθ να λέει και μου έρχεται να την φιλήσω.
Κοντοστέκομαι σε μια καρέκλα.
Βλέπω τον Τζερ και μου χαμογελάει. Αν είχα κουράγιο θα το έκανα και αυτό.
Πλησιάζω το μπαρ και μπαίνω μέσα. Αφήνω τον δίσκο με τα άπλυτα και σκουπίζω τον βρεγμένο πάγκο.

"Έχει δουλίτσα σήμερα" λέει και θέλω πραγματικά να τον χτυπήσω. "Τι δουλίτσα? Αυτό το λέτε δουλίτσα? Μου έχει φύγει ο πάτος" λέω έξαλλη και γελάει.

"Εε..έχουμε υπάρξει και σε καλύτερες μέρες" λέει και γνέφω καταφατικά. "Ψάχνε προσωπικό" τον προειδοποιώ και τον ακούω να γελαει.

"Μια βότκα λεμόνι και ένα στόλι βύσσινο" λέει η Καθ και τεντώνεται. Μια ακόμη παρέα έρχεται. Θέλω να κλάψω. Μαυροντυμένοι σαν χάροι είναι

Πηγαίνω να καθαρίσω το τραπέζι.
"Πείτε μου, τι θα θέλατε?" Ρωτάω όσο πιο ευγενικά μπορώ.
"Βότκα." Λέει απότομα ο ένας. "Σκέτη?" Ρωτάω φρικαρισμένη. Μόλις καταλαβαίνω τι έκανα μαζεύομαι.
"Όχι με βύσσινο κάνε τες 2" λέει ο από δίπλα.
Φεύγω και δίνω τη παραγγελία στον Λουκ.
Αφού τα ετοιμάσει τα βάζω στο δίσκο και τους πλησιάζω. Πηγαίνει να ανάψει τσιγάρο ο σκέτη βότκα τύπος.
Ακουμπάω τον δίσκο στο τραπέζι.

"Το κάπνισμα απαγορεύεται μέσα στο μαγαζί" λέω και ξεφυσάει παρόλα αυτά το ανάβει.
Αφήνω τα ποτά έντονα στο τραπέζι. Με γράφει.
Κοιτάζω τον φίλο του.
"Τζακσον τελείωνε" λέει και αρχίζει να βρίζει.
"Άκου να σου πω κοπέλα μου, ένα σωρό άτομα είναι εδώ μέσα εμένα θα δουν που καπνίζω. Αντε τραβά στο διάολο" λέει και δείχνει έξω.
Ξεροκαταπίνω.
Αφήνω τα ποτά τους και φεύγω χωρίς να πω τίποτα.
Τους κάνω νόημα για διάλειμμα και γνέφοντας καταφατικά.
Βγαίνω έξω, τα δάκρυα μου αφήνονται ελεύθερα. Παίρνω βαθιές ανάσες,
Πρώτη φορά γίνεται αυτό.
Σκουπίζω τα δάκρυα μου και μπαίνω μέσα.

Ο κόσμος γίνεται ακόμη πιο πολύς. Δε πρόκειται να κοιμηθώ σήμερα.
"Συγγνώμη εκείνον εκεί δεν τον είδατε, να του πείτε να σβήσει το τσιγάρο του?" Μας ψιθυρίζει ο Τζερ.
Φακ.
"Είμαι από την άλλη μεριά" λέει η Καθ.
"Είμαι σίγουρη πως το άναψε τώρα" λέω και πλησιάζω ξανά το τραπέζι τους. Με γοργά βήματα.
Εκείνη την ώρα σηκώνονται. Πετάει λεφτά πάνω στο τραπέζι. Με κοιτάζει και στρίβει να φύγει.
Σταματάω λίγα μέτρα πριν το τραπέζι τους.

Επιστρέφω στο πάγκο παίρνω δίσκο και φεύγω. Μαζεύω.
Ο κόσμος λιγοστεύει.
Το μαγαζί κλείνει και έρχεται η ώρα του σπιτιού. Η ώρα είναι 1:55.
"Καλό βράδυ" λέω στα παιδιά που κάνουν τα τελευταία. Με αποχαιρετούν και αρχίζω να περπατάω.
Μου έχει μείνει στο μυαλό η συμπεριφορά αυτού του τύπου. Ήταν τόσο κακός. Αλλά ήταν εμφανίσιμος.

Λίγα μέτρα πριν φτάσω στο διαμέρισμα, και επιτέλους ξεκουράσω το κορμί μου ακούω μια μηχανή να κάνει ένα οξύ θόρυβο. Έτρεχε πολύ αυτός που οδηγούσε.
Όταν πέρασε από μπροστά μου, έκοψε και με κοιτούσε επίμονα. Από τον φόβο μου, επιτάχυνα τα βήματα μου. Το βλέμμα του με καίει.
Σχεδόν τρέχω, αφού έχω εννοείτε το τηλέφωνο στο αυτί και ανοίγω κλείνω το στόμα μου.
Η μηχανή σβήνει.
Τα πόδια μου κόβονται. Είναι βράδυ δε βλέπω καλά. Μπορεί απλά να μένει εδώ.
Μπορεί να έχει κάποιον εδώ.
"Ε ψιττ" μια ανδρική φωνή ακούγεται στο βάθος.
Μειώνω ταχύτητα, τον ακούω να με πλησιάζει. Είμαι έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας. Κρατάω το χερούλι και γυρνάω.
Ο μαυροντυμένος τύπος συνεχίζει να με πλησιάζει. Βάζω το κλειδί στην κλειδαριά.
Όταν έρθει αρκετά κοντά μου βγάζει την κουκούλα του.
Αυτός.
Ένα κύμα ηλέκτρησης με διαπερνά.
"Δε νομίζω να θες κάτι" του λέω και γυρνάω το κλειδί αλλά με σταματάει.

"Ναι θέλω κάτι, να σου ζητήσω συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου. Είχα νεύρα και τα ξέσπασα σε λάθος άτομο" λέει και τον παρατηρώ ξανά.
Τον κοιτάζω και γνέφω.

"Τζακ, Τζακσον"τείνει το χέρι του. "Κέισι" λέω και του δίνω το δικό μου. Οι ματιές μας κλειδώνουν μέχρι που χτυπάει το κινητό του.
Όταν κοιτάζει ποιος είναι, ταράζετε. Το σηκώνει. Ακολουθεί αυτό.
"Έλα"
"Τι? Που? Ποτέ? Έρχομαι!" Λέει και το κλείνει.

"Πρέπει να φύγω και πάλι συγγνώμη" λέει και χωρίς να απαντήσω μπαίνω μέσα στιγμή πολυκατοικία.

Απορίες με κατακλύζουν. Πως βρήκε που μένω? Πως ξέρει πως ήμουν εγώ αυτή που περπατούσε?
Είναι αργά. Αλλάζω και ξαπλώνω.

[...]
Ξυπνάω, κοιτάζω το ρολόι. 11:23. Τεντώνομαι, ρίχνω το ένα μαξιλάρι καθώς το κάνω αυτό. Κοιτάζω το λευκό ταβάνι.
Είμαι βραδινή σήμερα για μια ακόμη φορά. Σάββατο σήμερα το μαγαζί θα είναι πίτα σίγουρα όποτε πρέπει να πάρω δυνάμεις και να ντυθώ καλά.

Ανοίγω το κινητό μου, μηνύματα από την κολλητη μου την Καθ.
Μου λέει τι θα βάλει. Θα τη γράψω τώρα όμως.
Σηκώνομαι, ανοίγω τα πατζουρια και τα παράθυρα.
Ο ήχος από τα αυτοκίνητα, κόρνες, φωνές τσιρίδες γεμίζουν κατευθείαν το διαμέρισμα μου.
Ανοίγω διαφορά στορυ στο ινσταγκραμ. Ο κόσμος καλοπερνάει.
Κλείνω τα παράθυρα και μπαίνω για μπανιο.
Τρίβω το σώμα, σαπουνίζω τα μαλλιά μου.

Προβλέπεται μεγάλη νύχτα.

𝗕𝗿𝗼𝗸𝗲𝗻Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα