t h i r t e e n

652 36 4
                                    

Βγαίνω από το μπάνιο. Ντύνομαι και κάθομαι στο κρεβάτι κάτω από τα παπλώματα. Κοιτάζω την ώρα. 23:03.
Η οθόνη του κινητού που ανοίγει είναι το μόνο φως μέσα στο σπίτι.
Την κοιτάζω.
Μήνυμα από άγνωστο. Ενδιαφέρον.
📲
Σε σκέφτομαι.

Αφήνω το κινητό δίπλα μου να φορτίσει και κλείνω τα βλέφαρα μου. Έχω να φάω από το πρωί. Το μόνο που θέλω είναι να ξεράσω. Κοιτάζω το κινητό μου.

[...]
Αφήνω τον δίσκο πάνω στο τραπέζι και κάθομαι στην καρέκλα. Μπρέικ. Πονάω παντού γαμω. Έχει κόσμο. Τόσο, όσο.
Έχει βραδιάσει. Ο κόσμος πίνει.

"Με ακούς?" Αναρωτιέμαι η Καθ. "Όχι" παραδέχομαι γελώντας. "Ήρθε ο δικός σου λέω" αναφωνεί και μένω να την κοιτάω.
Γυρνάω αργά το βλέμμα μου και τον αντικρίζω να κάθεται σε ένα τραπέζι.

"Είναι από την μεριά σου αλλά θα πάω εγώ αγάπη" λέει και σηκώνεται. "Όχι όχι. Μπορώ" με ενθαρρύνω και γνέφει φεύγωντας.
Πηγαίνω δειλά δειλά.
Είμαι δειλή.

"Καλησπέρα, τι θα πιείτε?" Λέω και βγάζω το κινητό. Δεν τους κοιτάω καν. Είναι με εκείνο τον φίλο του. Που δεν θυμάμαι το όνομα του. Τζεμ? Τζειμς? Δε γνωρίζω.

"Τεκίλα" αναφωνεί χωρίς να με κοιτάει και αυτός. "Με?" Ρωτάω επίμονα. "Λεμόνι" λέει ο φίλος του. "Και μια βότκα βύσσινο" λέει γρήγορα. Φεύγω από εκεί.
Χρειάζομαι αέρα και τσιγάρο. Δίνω την παραγγελία.

"Όταν είναι έτοιμη φώναξε με" λέω και βγαίνω στο καπνιστήριο. Βγάζω το τσιγάρο που είχα στην ποδιά μου και το ανάβω. Πότε το τελειώνω δεν το κατάλαβα.
Μπαίνω μέσα. Κοιτάζω τον Λουκ.

"Είπα να μην σε διακόψω" δικαιολογείτε. "Καλά είπες" λέω και παίρνω τον δίσκο με τα ποτά τους. Πηγαίνω προς το τραπέζι τους μέχρι ένας ηλίθιος να πέσει επάνω μου με αποτέλεσμα να ρίξει τον δίσκο.
"Τι κάνεις?" Φωνάζω και γυαλιά ακούγονται να σπάνε. "Δίσκος, άνθρωπος γαμωτο σου" λέω με παράπονο.

Παραπατάει. Με κοιτάζει πονηρά. "Και τι ανθρωπος είσαι μάνα μου" λέει και με πλησιάζει. Τον σπρώχνω.

Κοιτάζω την Καθ. Με πλησιάζει. Τον διώχνει από το μαγαζί. Παραγγέλνω αλλά ποτά και παίρνω μια σκούπα να μαζέψω. Το παντελόνι μου είναι μούσκεμα. Μαζί και η πόδια. Γαμω!

Παίρνω τα ποτά και τα αφήνω στο τραπέζι τους επιτέλους. "Σε πείραξε?" Ρωτάει καθώς με κοιτάζει στα μάτια.

"Όχι." Λέω μονολεκτικά. "Ευχαριστούμε" λέει ο φίλος του. Φεύγω.

Έρχεται κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος κόσμος μέχρι που το μαγαζί είναι πίτα.

𝗕𝗿𝗼𝗸𝗲𝗻Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα