t h i r t y four

448 25 4
                                    

Κάθεται στο μπαλκόνι και καπνίζει. Κρέμεται από τα κάγκελα φορώντας μόνο μια γκρι φόρμα.

Αχ Θεέ μου.
Δαγκώνω τα χείλη μου, ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Ψάχνω την φούτερ του στο πάτωμα.
Την φοράω, βάζω καθαρό εσώρουχο και βγαίνω αθόρυβα.

Τυλίγομαι τα χέρια μου γύρω από την μέση χώνοντας την μύτη μου στον λαιμό του.
Χριστέ μου. Το άρωμα του.
Αυτό δεν θα το ξεπεράσω ποτέ.

"Γιατί είσαι ξύπνια?" Ρωτάει γυρνώντας. Βάζει μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου.

"Έλειπες εσύ" λέω και γελάει. Κάνει μια τζούρα και το σβήνει.

"Και αυτό. Θα το κόψεις" λέω πιάνοντας το χέρι του.
"Με καμία Παναγία" λέει και απομακρύνομαι.

"Θα το ελαττώσεις" λέω κοιτώντας τον στα μάτια.
"Θα προσπαθήσω. Δεν υπόσχομαι τίποτα"

"Θα το κάνεις αλλά δεν το ξέρεις" ψιθυρίζω. Κάθεται στο καναπέ και ξεφυσάει.

"Κάτι έχεις. Πες μου" λέω. Μου πιάνει το χέρι και με βάζει να κάτσω πάνω του.

"Αύριο πάμε στο στέκι. Για τελευταία φορά. Όλη μου η ζωή εκεί μέσα. Όλα εκεί τα πέρασα. Καλά. Κακά. Δε ξέρω. Μου φαίνονται όλα βουνό"

"Αγάπη μου. Σου ξανά λέω. Μη κάνεις πράγματα επειδή τα κάνουν δικά σου άτομα. Αν δεν είναι πραγματικά αυτό που θες εσύ και η καρδιά σου. Εσένα κοιτά. Δες εσύ τι θες" λέω

"Είμαι τόσο πιεσμένος" λέει και αναστενάζει. "Σε πιέζω εγώ μήπως?" Ρωτάω καθώς σηκώνομαι όρθια.

"Μη.το.ξανά.πεις.αυτό.ποτέ" λέει και με τραβάει να ξανά κάτσω κάτω. Με πιάνει από τον αυχένα και με φιλάει.

"Είσαι η μόνη που μου δίνει κουράγιο" λέει και χαμογελάω.
Τον αγκαλιάζω.

"Και πάλι δε ξέρω τι να κάνω γαμωτο. Σκότωσαν έναν δικό σας. Πρέπει να φύγω. Και το θέλω. Το θέλω τόσο πολύ. Αλλά ένα μέρος του εαυτού μου.."

"Σε καταλαβαίνω Τζακ. Δεν μπορώ να πω τίποτα. Κάνε ότι νιώθεις" λέω και κάθομαι δίπλα του στον καναπέ.

"Ας αλλάξουμε θέμα. Θες το σπίτι να είναι κοντά στο μαγαζί. Έριξα μια μικρή ματιά και βρήκα ένα. Είναι μεγάλο, και έχει 3 δωμάτια, 2 μπάνια, το ένα είναι ενσωματωμένο σε ένα υπνοδωμάτιο και έχει ένα αρκετά μεγάλο μπαλκόνι"

"Μια μάτια κατά αλλά" λέω γελώντας. Γελάει.

"Πόσο?" Ρωτάω καθώς κοιτάζω τον ουρανό. "Κάμποσο" λέει και τον κοιτάζω.

"Τι εννοείς?" Ρωτάω ενοχλημένη. "Μυστικό" λέει σιγανά.

"Λέγε" λέω σπρώχνοντας τον. "650. Αλλά Κέι είναι αρκετά μεγάλο" κουνάω το κεφάλι μου.

"Ε νταξ" λέω και ανακάθομαι. "Ας είναι" λέω και τεντώνομαι.

"Πάμε να ξαπλώσουμε?" Ρωτάω. Με παίρνει σαν σακί με πατάτες και με πετάει στο κρεβάτι.

Έρχεται δίπλα μου και ξαπλώνει. "Καλή καβάτζα το φούτερ" λέει και γνέφω. "Αμε" λέω και με κοιτάζει με βλέμμα που σκοτώνει.

"Καληνύχτα Τζακσον" λέω και του γυρνάω τον κωλο μου. "Είσαι η μόνη που με λες Τζακσον ωστόσο" λέει και γελάω.

"Ναι το έχω παρατηρήσει. Και ο Τζειμς και η αδελφή σου Τζακ" λέω και το μετανιώνω.

"Που ξέρεις την αδελφή μου?" Ρωτάει καθώς με τραβάει να γυρίσω.
"Ε την γνώρισα τυχαία στο κλαμπ" λέω και με κοιτάζει.

"Μα την Παναγία. Και κατάλαβα πως είναι αδελφή σου, επειδή πέρασες ακριβώς από μπροστά της και μετά σε είπε αδελφό της"

"Ωχ Θεέ μου" λέει και μετανιώνω την καταραμένη ώρα που το 'πα.

[...]
Περπατάμε στο εμπορικό.Ανέμελοι. Κοιτώντας διαφορά μαγαζιά.
"Ωχ η Ιζ" λέει και κρύβεται. "Έρχεται Τζακσον" λέω και αναστενάζει.

"Γεια σας" λέει και αγκαλιάζει τον Τζακσον. Κοιτάζει τα πιασμένα χέρια μας.

"Τα βρήκατε?" Ρωτάει χαρούμενη κοιτώντας εμένα. Γνέφω χαμογελαστή.

"Είσαι καλά?" Με ρωτάει και ξανά γνέφω. "Εσύ?" Ρωτάω με την σειρά μου. "Καλά" απαντάει.
"Του έχεις πει?" Ρωτάει και κλείνω τα μάτια μου.

"Γαμωτο τι ανακάτευσε?" Ρωτάω έξαλλη. "Τι να μου πει?" Ρωτάει και ο άλλος.

"Το πιο σημαντικό" λέει και αν μπορούσα να την σκοτώσω με το βλέμμα μου θα το είχα κάνει.

"Λεγε όμως" την παροτρύνει. "Πήγαν να την βιάσουν Τζακσον. Όταν ήσασταν χώρια. Ευτυχώς δεν έγινε τίποτα" ψιθυρίζει και φεύγω.

Απομακρύνομαι. Όσο και αν ακούω το όνομα μου τους αγνοώ.
Τι σκατα θέλει από την ζωή μου γαμωτο?

Περνάει ένα 15λεπτο και επιστρέφω σπίτι. Τον βρίσκω να κοιμάται. Τα Φακ. Αλλάζω και ξαπλώνω και εγώ.

Μάταια στριφογυρνάω. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Τον ακούω να κουνιέται. Γυρνάει προς εμένα και με κοιτάζει.
Κλείνει ξανά τα μάτια του.

"Τζακ. Είσαι θυμωμένος?" Ρωτάω ψιθυριστά. Δεν μου απαντάει.
Βγαίνω στο μπαλκόνι. Ξαπλώνω στον καναπέ.
Τα μάτια μου γεμίζουν με δάκρυα σε δευτερόλεπτα.
Καταπίνω τους λυγμούς μου.
Κλαίω αθόρυβα.

𝗕𝗿𝗼𝗸𝗲𝗻Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα