f i v e

949 46 5
                                    

Ανοίγω τα μάτια μου. Βλέπω τη γυμνασμένη πλάτη του. Σηκώνομαι και πάω να κάνω μπάνιο.
Μπαίνω κάτω από το καυτό νερό. Δεν έπρεπε να γίνει αυτό. Δε ξέρω και εγώ τι θα νομίζει για εμένα τώρα. Γαμωτο. Κανένας όμως δε θα μπορούσε να αντισταθεί σε τέτοια ομορφιά.
Θα φύγει. Θα φύγει και αυτός όπως όλοι οι άλλοι τώρα.
Όλα είναι ένα λάθος.
Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω.
Δεν έπρεπε να γίνει.
Σαπουνίζομαι έντονα. Να φύγει το κάθε άγγιγμα του.
Βγαίνω από το μπάνιο. Κάθεται με το κινητό του.
Κάθομαι στο κρεβάτι.
"Καλημέρα" λέει και αφήνει το κινητό του. Με κοιτάζει.
"Καλημέρα" λέω και κοιτάζω αλλού. "Τι έχεις?" Με ρωτάει και νιώθω ένα τσίμπημα στο στομάχι.

"Όλα καλά, πότε θα φύγουμε?" Ρωτάω και αρχίζει να ντύνεται.
"Πότε θες?" Ρωτάει και πηγαίνει στο μπανιο.
"Το συντομότερο δυνατόν" του λέω και μαζεύω τα πράγματα μου.
"Νταξει θα φάμε και θα ξεκινήσουμε" λέει και βγαίνει έξω να καπνίσει.

[...]
"Ευχαριστώ" του λέω και πάω να βγω από το αυτοκίνητο. Το χέρι του με σταματάει.
"Πότε θα ξανά βρεθούμε?" Ρωτάει και κολλάω
"Όποτε θέλεις" λέω και με φιλάει.
Βγαίνω από το αυτοκίνητο και μπαίνω στη πολυκατοικία.
Συμμαζεύω τα ρούχα μου, καθαρίζω το σπίτι και αρχίζω να ντύνομαι αφού η ώρα πέρασε.

Μπαίνω στο μαγαζί βλέπω την Καθ και τρέχω να την αγκαλιάσω.
"Μου έλειψες" της λέω και τη φιλάω στο μάγουλο. "Είσαι καλά όμως?" Της λέω και τη χαϊδεύω.

"Ναι είμαι καλά τώρα" λέει χαμογελαστή. "Αυτό έχει σημασία" της λέω και την ξανά αγκαλιάζω.

"Πιάσε δουλειά" μου λέει αφού μπαίνουν ήδη οι πρώτοι πελάτες.
Τρέχω να αφήσω τα πράγματα μου.

"Τι θα θέλετε?" Ρωτάω μια παρέα αγοριών. "Εσένα. Μήπως θα μπορούσα να σε έχω?" Ρωτάει ένας τύπος και γελάω άβολα.

"Δεν θα το έλεγα" του λέω και γελάει. "Εγώ προσπάθησα" λέει και δίνει τα χέρια του ως ένδειξη εγκατάλειψης.
"Θα μου πείτε τι θέλετε να πιείτε?" Λέω νευριασμενα.
"2 βότκες πορτοκαλί, 1 τζιν και 2 ουίσκι" λέει ένας άλλος και φεύγω κατευθείαν αφού τα γράφω.
Φτάνει πια!
Αφήνω τη παραγγελία πάνω στο τραπέζι και με πλησιάζει η Καθ.

"Όλα γκουντ?" Ρωτάει καθώς μου φτιάχνει την ποδιά. "Πεφτουλες" λέω και κατευθείαν γνέφει σαν να καταλαβαίνει.
Το βλέμμα μου πέφτει στη πόρτα. Η οποία ανοίγει και μέσα μπαίνει ο Τζακσον.

"Αμάν, ο τρομοκράτης" λέει η Καθ και κοιτάζω ξανά.
"Αυτός?" Ρωτάω και στηρίζομαι σε μια καρέκλα.
"Ναι ρε, μεγάλη μαφία αυτός και η παρέα του" λέει.

𝗕𝗿𝗼𝗸𝗲𝗻Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα