t w e l v e

710 36 3
                                    

"Σταματά Τζακσον" λέω καθώς σταματάει και βαράω το ταμπλό του αμαξιού.
"Σταματά να έρχεσαι συνέχεια πίσω και να με καταστρέφεις. Έχω βαρεθεί οι άνθρωποι να φεύγουν και να έρχονται όποτε τους καυλαντιζει" λέω νευριασμενη και τα δάκρυα μου εμφανίζονται.

"Πάνε με σπίτι" αναφωνώ καθώς παίρνω ανάσες για να ηρεμήσω.

"Κέις, απομακρύνθηκα γιατί έμαθες με άσχημο τρόπο το ότι ανήκω σε συμμορία. Σου άφησα χώρο και χρόνο. Δεν σε ξέχασα." δικαιολογείτε.
Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Το οξυγόνο μου μειώνετε. Τον ακούω να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Στηρίζομαι στο αυτοκίνητο.

"Κέις" λέει και με πιάνει. Με σέρνει στα σκαλάκια. Κάθομαι στο πόδι του, μου μαζεύει τα μαλλιά.

"Παίρνε βαθιές ανάσες" λέει και το κάνουμε μαζί. Επανέρχομαι και τον κοιτάζω. Μου σκουπίζει τα δάκρυα.

Τον αγκαλιάζω σφικτά. Και κλαίω στην αγκαλιά του.
Μου χαϊδεύει την πλάτη.
Μου δίνει ένα χαρτομάντηλο και σηκωνόμαστε.

"Με τρόμαξες" λέει και με φιλάει. Πάμε στο αυτοκίνητο. Βάζει μπρος και φεύγουμε από το απομονωμένο αυτό μέρος.
Φτάνουμε έξω από το σπίτι. Τον κοιτάζω. Περιμένει να κατέβω.

"Θες να κοιμηθείς εδώ?" Ρωτάω με βλέμμα που σκοτώνει.
"Δεν έχω ρούχα" δικαιολογείτε. "Νταξει." Λέω και βγάζω τη ζώνη.
"Αλλά μπορώ και χωρίς αυτά" λέει και μπαίνει στο πάρκινγκ της πολυκατοικίας.
Ανεβαίνουμε επάνω. Ξεβάφομαι, αλλάζω και παραγγέλνω φαΐ όσο αυτός καπνίζει.
Βγαίνω έξω. Κάθομαι στη μια πολυθρόνα.

"Είναι επικίνδυνο αυτό που κάνουμε" λέει αναφερόμενος στο ότι είμαστε έξω στο ίδιο μπαλκόνι.
Δεν απαντάω. Μπαίνω μέσα. Έχει δίκιο.

Ακούω κουδούνι παίρνω λεφτά, αλλά ο υπερπροστατευτικό Τζακσον με σταματάει, ανοίγει αυτός και πληρώνει.
Σβήνει τα περισσότερα φώτα ώστε να μην φαινόμαστε έξω.
Καθόμαστε στο τραπέζι και τρώμε. Αμίλητοι.
Ύστερα, συμμαζεύω. Η ώρα έχει πάει 3.
Ξαπλώνω. Τον περιμένω να έρθει.
Μπαίνει μέσα και κλείνει το μπαλκονόπορτα.

"Καληνύχτα" λέω και του γυρνάω πλάτη. "Κέισι," λέει και με κοιτάζει. "Είναι επικίνδυνο το να βρισκόμαστε" λέει και κλείνω τα μάτια μου.

"Και τι θες να κάνουμε?" Ρωτάω. "Πες ξεκάθαρα νυστάζω" λέω κρατώντας τα δάκρυα μου.

"Πρέπει να σταματήσει αυτό. Θα κινδυνεύσεις" λέει και σηκώνομαι ελαστικά στο κρεβάτι.

"Ωραία μπορείς να φύγεις" λέω πριν κυλήσουν τα δάκρυα μου.

"Δεν είπα αυτό γαμωτο μην αλλάζετε τα λόγια μου" λέει και κουνάω το κεφάλι μου.

"Είμαστε και πολλές" λέω και αναστενάζω. "Ναι εσύ και η αδελφή μου" εξηγεί και τρίβει τα μάτια του.

"Φύγε" ψελλίζω και ρουφάω την μύτη μου. "Θα φύγω" λέει και και σηκώνεται. Με πλησιάζει, μου αφήνει ένα φιλί στην άκρη των χειλιών μου.
Το άδικο με πνιγεί. Τον θέλω. Δίπλα μου.

"Τέλος?" Ρωτάω με παράπονο. "Ναι αγάπη μου. Είναι επικίνδυνα έξω. Να προσεχείς" λέει και κλείνει την πόρτα πίσω του.

Τέλος

[...]
Βγαίνω από το γυμναστήριο με τον σάκο μου και περπατάω προς το σπίτι. Έχει νυχτώσει. Έχουν περάσει ακριβώς 11 ημέρες από την τελευταία φορά που βγήκα έξω. 12 ημέρες από εκείνη την γαμημένη βραδιά.
Δεν επικοινωνώ με τον κόσμο. Δεν με νοιάζουν και πολλά. Έχω γίνει αναίσθητη. Έχω πάρει άδεια από την δουλειά μου.
Σέρνομαι στο δρόμο αφού το παρά έκανα στο γυμναστήριο.
Μου λείπει. Η απουσία του είναι αισθητή. Γαμω. Εγώ, εκείνο το κορίτσι που είπα ότι δεν πρόκειται να ξανά πέσω για κάποιον. Νευριάζω με τον εαυτό μου. Είμαι ηλίθια και κάθε μέρα το δείχνω με κάθε τρόπο.
Έχω απομακρύνει όλο τον κόσμο από κοντά μου. Αποφεύγω τις υποχρεώσεις ενώ ξέρω τις επιπτώσεις που θα έχει μετά.
Χάνομαι. Χάνομαι γαμωτο μου ξανά. Είπα δεν θα ξανά γίνει. Είπα τόσο πολλά.
Γιατί δεν τα τήρησα? Γιατί?
Γιατί να αυτοκαταστρέφομαι?
Δεν μπορώ να το σταματήσω. Κάθε μέρα τον σκέφτομαι. Κάθε γωνία του σπιτιού τον έχει σχεδιάσει. Κάθε πούπουλο από μαξιλάρι μυρίζει αυτός.
Δεν είναι για εμένα αυτά τα παιχνίδια. Όχι του έρωτα και της αγάπης.
Όταν τους χάνω. Φεύγω και εγώ μαζί. Το θέμα είναι ότι αργώ να επιστρέψω. Κάποια στιγμή ίσως να μην ξανά γίνει.
Δεν είμαι τόσο πληγωμένη από αυτόν όσο θυμωμένη με εμένα.
Δεν τηρώ τις υποσχέσεις.
Με κουράζω.
Με βασανίζω.
Με μισώ.

𝗕𝗿𝗼𝗸𝗲𝗻Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα