🤍 Κεφάλαιο 14

393 24 26
                                    

Κατέβηκε από τη μηχανή του στο πάρκινγκ του διαμερίσματος του και μπήκε βιαστικός στο σπίτι.

Τα κλειδιά έπεσαν από τα χέρια του στα μαρμάρινα πλακάκια κι εκείνος με τα χέρια στους γοφούς του και χαμηλωμένο κεφάλι έπαιρνε γρήγορες και κοφτές ανάσες.

Έφτασε στην πλάτη του καναπέ και στηρίχτηκε αδέξια εκεί λυγίζοντας τα πόδια του.

Τοποθέτησε το χέρι του μπουνιά πάνω στο στήθος του προσπαθώντας να βρει οξυγόνο καθώς έπεφτε στα μαρμάρινα πλακάκια.

Η πρώτη μέρα που τον γνώρισε, στο διπλό ραντεβού. Το ξύλο που έφαγε για να τον σώσει από την παρέα του Κωστή. Η πρώτη φορά που τον φίλησε. Οι διακοπές στη Σέριφο. Στη Πάτρα, στον Βόλο, στη Μύκονο. Τα τατουάζ σταυρό. Όταν τα έμαθε όλα η Άννα. Και ο Στέλιος και ο Χρήστος. Όταν μαχαίρωσαν τον Οδυσσέα. Όταν του έδωσε πίσω το ρολόι και του είπε καλό ταξίδι.

Η κρίση πανικού γινόταν όλο και πιο έντονη. Η ανάσα του σαν τρελή, τα μελί του μάτια δακρυσμένα. Νόμιζε ότι θα πεθάνει.

Και όλα αυτά, επειδή ξαναείδε το πρόσωπο του μετά από δύο χρόνια.

Ο Οδυσσέας έφτασε στο σπίτι και ξάπλωσε στον καναπέ κοιτώντας το ταβάνι και αφήνοντας τον εαυτό του να ταξιδέψει στο παρελθόν.

Χριστέ μου, πόσο του είχε λείψει αυτό το πρόσωπο. Αυτά τα μάτια, αυτά τα σαρκώδη χείλη, τα μαύρα μαλλιά. Αυτό το γυμνασμένο, γεμάτο τατουάζ κορμί.

Το βλέμμα του έπεσε στον καρπό του όπου βρισκόταν το τατουάζ που είχαν κάνει τότε μαζί.

Άραγε το είχε ακόμα? Ή όταν χώρισαν οι δρόμοι τους το έβγαλε για πάντα από πάνω του?

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε και ο Μάνος σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια για το κολλέγιο.

Έβαλε το μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο και σκούρο μπλε σακάκι και έφυγε με τη μηχανή.

"Σε πήρα εκατό τηλέφωνα, χάλασαν τα αυτιά σου??" γκρίνιαξε η Ναόμι που εμφανίστηκε από το προαύλιο.

Εκείνος σιωπηλός, σαν να μην την είδε καν.

"Καλημέρα και σε σένα! Έκανα κάτι? Γιατί όσο κι αν σε νευριάζω, όταν σε παίρνω τηλέφωνα το σηκώνεις" τον κοίταξε εκεί ψηλά και έβαλε ένα μικρό γλειφιτζούρι στο στόμα της.

"Μάνο!?" προσπάθησε να του τραβήξει την προσοχή, όμως εκείνος περπατούσε σαν ζωντανός νεκρός.

"Σου μιλάω, δεν ακούς?? Τι έχεις πάθει πάλι?" τον σκούντηξε στο χέρι, όμως ο τρόπος που την αγνοούσε, τη θύμωσε.

Once In A Blue MoonWhere stories live. Discover now