Ας συστηθούμε... Ξανά...

20 8 24
                                    

Παρακολουθώ την συζήτηση με περηφάνια για τον Μάνο. Τις λίγες μέρες που δουλεύουμε μαζί, έχω καταλάβει ότι είναι πολύ καλός αλλά αυτή την φορά ξεπερνάει τον ίδιο του τον εαυτό. Αποκρούει τις συνεχείς προσπάθειες του Νικήτα να τον εκνευρίσει, προκαλώντας τελικά τον οικοδεσπότη να χάσει την ψυχραιμία του. Κοιτάζω τον συνεργάτη μου - έστω, τον κατά συνθήκη συνεργάτη μου - σαν μαμά που βλέπει τον γιο της να ενηλικιώνεται.

Ο ανόητος πετάει το τετράδιο στα πόδια του αστυνόμου. Είναι πιο προβλέψιμος κι από σαπουνόπερα της κακιάς ώρας. Το ήξερα ότι δεν θα αντισταθεί να τρίψει στην μούρη του Μάνου τον κατάλογο με τις επαφές του Λεωνίδα στο Πήλιο. Γι' αυτό και επέλεξα αυτό ακριβώς το σημείο για να κρύψω τα δωράκια μου...

Παρατηρώ τις εκφράσεις του προσώπου του αστυνόμου μόλις βλέπει την φωτογραφία. Θα ήθελα να του έχω μιλήσει, αλλά δεν νομίζω ότι το σοκ θα ήταν μικρότερο. Ακούω την γελοία εξήγηση του οικοδεσπότη σχετικά με την φωτογραφία. Στην συνέχεια, ο Μάνος προφέρει την μοναδική λέξη που θα μπορούσε να κάνει τον Νικήτα να χάσει το χρώμα του. Ένα όνομα... Το δικό μου όνομα...

Καιρός να κάνω την εμφάνισή μου, λοιπόν! Βλέπω τον Σαρρή να στρέφεται προς τον Μάνο και νιώθω τεράστια ικανοποίηση όταν το βλέμμα του συναντάει το δικό μου. Παρατηρώ το σώμα του καθώς μοιάζει να χύνεται σαν κακοσχηματισμένο ζελέ στο χαλί και μετά ανασηκώνω τα μάτια μου για να συναντήσω εκείνα του αστυνόμου.

- Ναταλία..., επαναλαμβάνει σαν χαλασμένο μαγνητόφωνο.

- Κάτσε, σε παρακαλώ, του λέω απαλά. Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε... Ευτυχώς, ο βραδύποδας μάς έκανε την χάρη να λιποθυμήσει, δίνοντας έτσι στους δυο μας τον απαραίτητο χρόνο να εξηγηθούμε, λέω και περνώντας πάνω από τον λιπόθυμο Νικήτα πηγαίνω και κάθομαι σε μια δεύτερη πολυθρόνα που υπάρχει στον χώρο.

Ο Μάνος με κοιτάζει σαν να με βλέπει πρώτη φορά. Ρίχνει μια κλεφτή ματιά στην φωτογραφία και επικεντρώνει την προσοχή του πάλι σε μένα.

- Πώς είναι δυνατόν; ρωτάει περισσότερο τον εαυτό του παρά εμένα. Στην φωτογραφία είσαι πιο...

- ... μεγάλη; Φυσικό. Ήμουν ήδη 49 ετών όταν... Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στην φωτογραφία που κρατάς, είμαι με τον Λεωνίδα σε μια από τις σπάνιες εκδρομές που κάναμε. Ήταν στις γαλλικές Άλπεις. Πόσο ωραία είχαμε περάσει. Ο συγχωρεμένος ήταν πολύ καλός άνθρωπος, ένα κομμάτι μάλαμα... Αυτό εκμεταλλευόταν κι ο χλεχλές ο γιος του και του απομυζούσε χρήματα παίζοντας τον γιαλατζή επαναστάτη. Όταν γνωριστήκαμε με τον Λεωνίδα, ήταν σαν όνειρο. Ήμουν ερασιτέχνης ζωγράφος, αλλά ήξερα ότι είχα περιορισμένες καλλιτεχνικές ικανότητες. Κοντά στον Λεωνίδα, όμως, ένιωθα ότι παίρνω καλλιτεχνική ζωή. Αυτός ο άνθρωπος ανέπνεε για την τέχνη! Με πήρε στην δούλεψή του, ως γραμματέα του. Σιγά σιγά, αρχίσαμε να εκτιμάμε ο ένας τον άλλον και σε πιο προσωπικό επίπεδο. Έξω από την τέχνη, ήταν κομματάκι ανιαρός, αλλά όταν μιλούσε για ζωγραφική ή για γλυπτική, ξανάνιωνε και κοντά του ξανάνιωνα κι εγώ. Αποφασίσαμε να παντρευτούμε σε ένα ταξίδι μας στην Ιταλία. Μια απόφαση που δεν άρεσε καθόλου στον λεκέ πάνω στο χαλί αυτή την στιγμή. Γιατί έτσι, θα έχανε μέρος της περιουσίας... Με πολέμησε με νύχια και με δόντια. Πάνω σε έναν τσακωμό, ο οργανισμός του Λεωνίδα δεν άντεξε. Έπαθε το εγκεφαλικό που έμελλε να του κοστίσει την ζωή. Ήξερα ότι δεν είχα θέση εδώ πλέον. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι ο αγαπημένος μου είχε φροντίσει ήδη να συντάξει μια διαθήκη με την οποία με καθιστούσε συγκληρονόμο του μπουλούκου με τα τατουάζ... Ο βραδύποδας, ωστόσο, το γνώριζε. Και δεν σκόπευε να μοιραστεί μαζί μου τίποτα. Ήρθα λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Λεωνίδα για να μαζέψω κάποια προσωπικά μου πράγματα. Με πέτυχε στο γραφείο και άρχισε να με βρίζει. Δεν άργησε να περάσει από την λεκτική βία στην σωματική... Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, δίπλωσε τις χερούκλες του γύρω από τον λαιμό μου και άρχισε να σφίγγει όλο και πιο δυνατά... Μετά ήρθε το τέλος...

Ο Μάνος με κοιτάζει αποσβολωμένος. Τον καταλαβαίνω. Ήλπιζε μέχρι αυτή την στιγμή να έχει καταλάβει κάτι λάθος. Να μην έχει απέναντί του κάποια που δεν υπάρχει. Τουλάχιστον, που δεν υπάρχει για τον πολύ κόσμο... Για τον ζωντανό κόσμο, εννοώ.

- Θες να πεις...;

- Τέλος, καπούτ, πάπου, δι εντ... Με σκότωσε σε αυτό ακριβώς το γραφείο με τα ίδια του τα χέρια. Δεν ξέρω αν θόλωσε από τα ναρκωτικά που είχε ποτίσει το κορμί του, δεν με ένοιαζε κιόλας. Από την στιγμή που η ψυχή μου αποχωρίστηκε το σώμα μου, τα έβλεπα όλα σαν πολυκαιρισμένη ταινία που έχει χάσει το χρώμα της. Τον είδα να πιάνει τα μαλλιά του όταν συνειδητοποίησε τι είχε κάνει, να αποφασίζει να κρύψει το πτώμα και τελικά να αποφασίζει να το κάψει... Ναι, Μάνο. Η καημένη η καμένη που σε ταλαιπωρεί εδώ και λίγες μέρες... Ε, εγώ είμαι.

Σε αυτό το σημείο, σταματώ την αφήγησή μου.

Θέλω να του δώσω λίγο χρόνο να αφομοιώσει αυτά που του έχω ήδη πει.

Δεν μαθαίνεις κάθε μέρα ότι τόσο καιρό συνεργάζεσαι, συνομιλείς, συνυπάρχεις με ένα φάντασμα!

Χρειάζεται τον χρόνο του, όσο να πεις.

Χήρα Βοηθείας...Where stories live. Discover now