Kεφάλαιο 17

9.6K 634 6
                                    

Βρίσκονταν εκεί ....μπροστα στα σκαλια της εκκλησιας κοιτοντας το ρολόι του. Η επιβλητική του παρουσία και το ανύπαρκτο χαμόγελο του ξεχώριζαν στο πλήθος των ανθρώπων που τον περικυκλωναν. Το πρόσωπο του αν και φρεσκοξυρισμενο δεν έχανε λεπτο την σκληραδα του. Παρόλα αυτά όμως ήταν εκείνος που ξεχωριζε, ήταν πραγματικά όμορφος. Φορουσε μαύρο κοστούμι, με ασπρο πουκαμισο και μαύρη γραβατα ενώ τα μαλλιά του ήταν ξυρισμενα στο πλαι και τα υπόλοιπα τραβηγμένα με τζελ προς τα πάνω.

Η εκκλησία ήταν γεμάτη από κόσμο που είχαν περικυκλωσει τον διάδρομο οι οποίοι άνοιξαν όταν με είδαν να κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και να πηγαίνω προς το μέρος τους με την συνοδεία του αδερφου μου και του πατέρα μου.
" Στην παραδίδω" ακουσα τον πατέρα μου να του λέει και με μια τυπική χειραψία ακουμπησε το χέρι μου στο δικό του. Το χέρι του ζεστό έσφιξε το δικό μου κάνοντας τα μάτια μου να ψάξουν για τα δικά του. Με κοιτούσε ήδη με ένα γαλήνιο ύφος που πρώτη φορά διέκρινα πάνω του και σίγουρα τελευταία . Του χαμογέλασα ασυναίσθητα και ανέβηκα το τελευταίο σκαλι αφήνοντας τον να με οδηγήσει στο εσωτερικό της εκκλησίας.
Κατά την διάρκεια του μυστηρίου το βλέμμα του ήταν σκληρό και σπάνια χαμογελουσε, συνήθως όταν του έκανε νοήματα ο φωτογράφος όπως και σε εμένα όταν ήμουν αφηρημένη, δηλαδή τις περισσότερες φορές. Πιστεύω πως ήμασταν η πιο σπάνια περίπτωση γάμου όπου και ο γαμπρός και η νύφη είναι θλιμμένοι ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να εκδηλώνουν τον έρωτα τους σε οποια ευκαιρία έβρισκαν για να κοιταχτουν. Σε εμάς όμως αυτό δεν ισχύει. Δεν μπορεί να υπάρξει έρωτας ανάμεσα σε δύο άνθρωπους που μισιουνται.
Η Αναστασία πήρε τις βερες και ήρθε μπροστά μου. Πρώτα μου πέρασε ένα δαχτυλίδι με ένα όμορφο διαμάντι να το στολίζει, πράγμα που δεν είχα φορεσει στο υποτιθέμενο αρραβώνα.Με κοιτούσε με αγωνία καθώς περασε στο δάχτυλο μου την βερα με το όνομα του. Το κρύο μεταλλο με ανατριχιασε και μου θυμισε σε ποια θέση βρισκόμουν και ποιος ήταν δίπλα μου. Ένας άνθρωπος που δεν αγαπάς και δεν σε αγαπάει. Ένας άνθρωπος που ζει μόνο με τα λεφτά και για αυτό σε παντρεύεται. Ένας άνθρωπος που δεν έχει συναισθήματα και θα πρέπει να περάσεις μαζί του έναν γολγοθα, φωναζε η μικρή φωνούλα στο μυαλό μου και το μονο που σκεφτόμουν πλέον ήταν να φύγω και να τα παρατήσω όλα πίσω μου χωρίς να με νοιάζει για κανέναν. Όμως ήταν αργά, ήδη ο Φίλιππος είχε πάρει την θέση του και μας περνούσε τα στεφανα.
Αφου ακούσαμε για αρκετές φορές το γνωστό σλόγκαν 'Να ζήσεται και καλούς απογόνους' δεν θα ξεχάσω κιόλας για το τελευταίο.., υπογράψαμε τα χαρτιά που έλεγαν πως νόμιμα ήμασταν ζευγάρι. Συνέχεια είχαν οι φωτογραφίες μπροστά στην εκκλησία με όλο το σόι και μετά δύο μας παριστανοντας το ανέμελο και τρελα ερωτευμένο ζευγάρι. Δεν έλειψαν βέβαια τα φιλιά και οι αγκαλιές που μας έκαναν να μπούμε αρκετά στοιχεία πετσί του ρόλου.
Αρκετή ώρα αργότερα βρισκόμασταν στο πολυτελές αυτοκίνητο του Μάνου και πηγαιναμε προς το μέρος όπου θα γινονταν η δεξίωση. Κόλλησα το κεφάλι μου πάνω στο παράθυρο κοιτοντας τα ψηλά δέντρα που κάλυπταν την περιοχή. Ένιωσα το σώμα μου να ανατριχιαζει από την υγρασία της νύχτας που έμπαινε από το μισανοιχτο παράθυρο του οδηγού όμως δεν μπόρεσα να του δώσω σημασία μιας και τα άψυχα δέντρα που έβλεπα εκείνη την στιγμή είχαν περισσότερο ενδιαφέρον. Το μυαλό μου είχε παραδωθει για ακόμα μια φορά σε ένα λήθαργο από τον οποίο μόνο εκεινο θα οριζε πότε θα εβγαινε. Όμως εκείνος το παρατηρησε και έκλεισε το παράθυρο. Γύρισα και τον κοιταξα μιας και εκεινος ήταν αφοσιωμενος στον δρόμο. Το πρόσωπο του σκοτεινιασμενο και τα χείλια του μια ισια γραμμή. Είχε βγάλει το σακάκι του ενώ η γραβατα του ήταν χαλαρωμενη και τα μανίκια του πουκαμισου του μαζεμένα άφηναν εκτεθειμένα τα γυμνασμένα του χέρια.
"Ξέρεις είναι αγενες να κοιτάζεις κάποιον τόσο επίμονα." σχολιασε με πειρακτικο τόνο χωρίς να με κοιταζει. Δεν του απάντησα γιατί ήξερα πως η αντιλογια του θα με εκνευριζε και αυτό δεν θα βοηθουσε καθόλου ώστε να ερμηνεύσω σωστά τον ρόλο μου μπροστά στους προσκεκλημενους.
" Αργούμε να φτάσουμε?" τον ρωτησα ήρεμα και κοίταξα πάλι έξω από το παράθυρο.
" Γιατί τόσο πολύ δεν αντέχεις να είσαι μαζί μου?" σχολιασε ειρωνικά και αρκετά νευριασμενα όταν μπήκε σε ένα χωματόδρομο.
" Ρε Μάνο ειλικρινά για μια φορά στην ζωή σου προσπάθησε να δείξεις ευτυχισμένος και ερωτευμένος αν θες να παραμυθιασεις τους μετόχους που μου έχεις μαζέψει εκεί μέσα. Σταματα να είσαι ο αυταρχικός, εγωιστής και αλαζονας εαυτός σου και προσποιησου. Μια μέρα ειναι δεν θα παθεις τιποτα αντιθετα θα εισαι ο μονος που θα βγει πραγματικα κερδισμενος απο ολο αυτο το θεατρο." τελειωσα τον μονολογο μου υστεριαζοντας με το ποσο καφρος και σπαστικοςμπορει να γινει καποιες φορες και τονιζοντας για ακομα μια φορα τον λογο που περναμε ολοι αυτο το μαρτυριο .Τουλαχιστον οσοι ξερουμε τον πραγματικο λογο.

Το Τέλος μου... Η Αρχή μας...Where stories live. Discover now