1° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

539 26 4
                                    

Οκτώβριος 1940

Ήμουν στην κουζίνα με την μητέρα μου και την βοηθούσα στο μαγείρεμα.

-Καλέ συ,Δήμητρα. Δεν έχουμε αλάτι. Πετάξου στον κυρ-Φώτη να πάρεις,άκουσα την μάνα μου να λέει.
-Εντάξει,μητέρα,είπα, έβγαλα την ποδιά που φορούσα και την άφησα πάνω σε μια καρέκλα.

Βγήκα απο την κουζίνα και προχώρησα προς το σαλόνι,όπου είδα την γιαγιά μου. Ήταν η μητερα του πατέρα μου και ήταν πολύ καλή γυναίκα. Δεν είχε κακό λόγο για κανέναν και την μητέρα μου την αγαπούσε σαν κόρη της. Συνήθως καθόταν στην αγαπημενη της πολυθρόνα και έπλεκε. Όπως έκανε και αυτή την στιγμή.

-Δεν κουράστηκες να πλέκεις,γιαγιά μου;Βγες και λίγο έξω στην αυλή μας, να πάρεις καθαρό αέρα. Ζεστό καιρό έχει σήμερα,της είπα.
-Τί να κάνω,παιδάκι μου;Πλέκω για να έχεις προίκα,όταν παντρευτείς με το καλό,είπε χωρίς να πάρει τα μάτια της απο το πλεκτό.
-Οι βόλτες είναι για εσάς τα νιάτα,συνέχισε μετά από μια παύση μερικών δευτερολέπτων.
-Κάτσε να βρω πρώτα έναν καλό γαμπρό,γιαγιάκα μου και δεν χρειάζεται να πλεκεις άλλο. Έχεις πλέξει αρκετά όλα αυτά τα χρόνια.
-Πάντα χρειάζονται τα πλεκτά,κορίτσι μου. Είναι απαραίτητα για το καινούργιο σπιτικό που θα ανοιχτεί.
-Καλά, γιαγιάκα. Εγώ πάω στον κυρ-Φώτη και έρχομαι. Μου ζήτησε να της πάρω ζάχαρη η μητέρα.
-Πάνε και ο Θεός μαζί σου Δημητρούλα μου,είπε η γιαγιά που είχα πάρει απο εκείνη το όνομα μου και βγήκα απο το σπίτι.

Γενικά είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια. Μια συνηθισμένη οικογένεια,όπως οι υπόλοιπες της εποχής μας.
Στο σπίτι μας,ζούμε εκτός απο εμένα,οι γονείς μου και ο αδελφός μου, ο Φίλιππος.
Ο Φίλιππος, ο αδερφός μου είναι λίγα χρόνια μεγαλύτερος από εμένα και είναι ένα πολύ συνεσταλμένο και γλυκό αγόρι. Του έχω τρελή αδυναμία,αλλά και εκείνος σε εμένα.
Η γιαγιά ήρθε να μείνει μαζί μας,πριν τέσσερα χρονιά γιατί πέθανε ο παππούς και ο μπαμπάς, δεν ήθελε να μείνει μόνη της στο σπίτι στο χωριό. Της έχει και μεγάλη αδυναμία,αφού είναι η μητέρα του. Η μητέρα μου νευριάζει γι'αυτό,αλλά κάνει υπομονή μιας και η γιαγιά προσπαθεί να μην δημιουργεί εντάσεις ανάμεσα στους γονείς μου.

-Πού πας μικρή;άκουσα τον Φίλιππο να μου λέει,αφού τον συνάντησα στον δρόμο για το μπακάλικο του κυρίου Φώτη.
Ο Φίλιππος είναι είκοσι τέσσερα χρονών πια. Εγώ είμαι είκοσι ένα και καθότι μεγαλύτερος πάντα με φωνάζει με χαϊδευτικά.

-Πάω στο μπακάλικο και έρχομαι, είπα.
-Εντάξει. Έλα γρήγορα, γιατί θέλω να σου πω και κάτι.
-Δεν θα αργήσω καθόλου αδελφούλη. Μην ανησυχείς,είπα και επιτάχυνα το βήμα μου,ώστε να φτάσω πιο γρήγορα στον προορισμό μου. Η διαδρομή ήταν δέκα λεπτά με τα πόδια,εάν πήγαινες σε αργό ρυθμό. Εγώ που έτρεχα σχεδόν έκανα τουλάχιστον πέντε.

Όταν γύρισα στο σπίτι ο Φίλιππος,ήταν στην κουζίνα και μπλεκόταν στα πόδια της μαμάς,η οποία του φώναζε να φύγει από εκεί.

-Φύγε απο εδώ, καλέ. Ολόκληρος άντρας είσαι και φέρεσαι σαν μωρό,άκουσα την  μητέρα να λέει.

Εγώ μπήκα στην κουζίνα και άρχισα να γελάω δυνατά.

-Τί γελάς εσύ,μαρή ζεβζέκα;μου είπε η μητέρα,που μιλούσε συχνά έτσι αφού καταγόταν απο την Πόλη.
-Έλα Δημητρούλα μου,στο δωμάτιο μας,είπε ο Φίλιππος και με τράβηξε απο το χέρι στο δωμάτιο μου.
-Τί έγινε;τον ρώτησα μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο μας.
-Δεν σου είπε τίποτα η φιλενάδα σου;
-Όχι. Τι να μου πει;Δεν μιλήσαμε καθόλου σήμερα.
-Ετοιμάσου και στολίσου. Γίνε όμορφη και ετοιμάσου να μαγέψεις τους πάντες.
-Μα τι είναι αυτά που λες;ρώτησα απορημένη.
-Το βράδυ θα βγούμε με την παρέα μας. Θα είναι ο φίλος μου,ο Μάριος και φυσικά θα φέρει και την αδελφή του και φίλη σου,η Χριστίνα.
-Αλήθεια;Πολύ ωραία!Έχουμε πολύ καιρό να βγούμε μαζί,είπα και χαμογέλασα.
- Είδες μικρή πως σε σκέφτομαι;είπε και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
-Στις εννιά θα περάσουν απο εδώ τα παιδιά και θα φύγουμε όλοι μαζί,συνέχισε έπειτα.
-Πού θα πάμε;ρώτησα.
-Σε ένα πάρτι. Στο σπίτι ενός φίλου μας. Μας κάλεσε. Θα χορέψουμε,θα πιούμε και θα διασκεδάσουμε. Έχω πολύ καιρό να σε βγάλω έξω,μικρή μου αδελφούλα.
-Όντως. Και Φίλιππε,ξέρεις ότι δεν πίνω. Μάλλον θα βγάλω το βράδυ με πορτοκαλάδα. Πιστεύω να έχει.
-Μάλλον ήρθε ο καιρός να δοκιμάσεις ένα ποτάκι δεν νομίζεις;
-Δεν το νομίζω,Φίλιππε. Δεν ξέρω αν πρέπει.
-Άμα δοκιμάσεις,θα σου αρέσει. Θα το δεις. Γιατί να μην πρέπει μαζί μου θα είσαι,όχι με κάποιον ξένο.
-Αποκλείεται,είπα και άνοιξα την ντουλάπα μου για να δω τι θα βάλω.
-Δεν νομίζω να έχω κάτι κατάλληλο για να φορέσω,είπα σκεπτική.
-Μην ανησυχείς για αυτό. Κανόνισα εγώ,είπε ο αδελφός μου και τον είδα να βγάζει ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι.
-Τι είναι αυτό;ρώτησα ενθουσιασμένη.
-Άνοιξέ το και θα δεις.

Ένα όμορφο κόκκινο φόρεμα ήταν διπλωμένο μέσα.

-Είναι υπέροχο!Σε ευχαριστώ πολύ,Φίλιππε. Είσαι ο καλύτερος αδελφός που μπορούσα να έχω,είπα και τον αγκάλιασα σφικτά.
-Πότε πρόλαβες και το πήρες;Όταν σε είδα πριν, δεν θυμάμαι να κρατάς κάτι.
-Α,όλα κι όλα. Τί νόμιζες;Εμένα μου αρέσει να προετοιμάζομαι νωρίς νωρίς.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now