42° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

118 7 0
                                    

Ενας αντρας με την στολη του ελληνικου στρατου περπατουσε αναμεσα στα ερειπια του Πειραια. Τα πυκνα του γενια και τα μακρια του μαλλια ηταν γεματα σκονη.

-Το σπιτι μου που ειναι;μονολογησε και κοιταξε την εκκλησια του Αγιου Σπυριδωνα. Καποιοι τοιχοι του ειχαν πεσει εντελως.

Ο αντρας ετρεξε απεναντι απο την εκκλησια και βρηκε στη θεση του σπιτιου του μονο ερειπια. Ο αυλογυρος ηταν πεσμενος,οπως επισης και το σπιτι. Ολα ηταν ενας σωρος απο πετρες.
Οι δικοι του ζουσαν. Ηταν σιγουρος. Αρχισε να σκαβει μεσα στο σωρο με ολη του την δυναμη.

-Μητερα,πατερα,αδελφουλα, γιαγια!ειπε και επεσε κλαιγοντας.
-Δεν γινεται να πεθανατε,ειπε και συνεχισε να σκαβει.

Ενα γυναικειο χερι εμφανιστηκε απο την τρυπα που ανοιξε. Ο αντρας το κοιταξε και αμεσως επιασε για να βρει σφυγμο,αλλα δεν μπορουσε.

-Οχι,δεν γινεται. Μητερα! φωναξε.

Αρχισα να τρεχω προς το σπιτι με τον Νικο και την γιαγια να με ακολουθουν. Αρχισα να απελπιζομαι,οταν μετα απο μερικα μετρα διαπιστωσα οτι τα παντα γυρω μας ηταν ερειπια.
Φτασαμε στην εκκλησια που ηταν απεναντι απο το σπιτι μας και τοτε η γιαγια αρχισε να κλαιει δυνατα.

-Δεν το πιστευω. Ολα χαθηκαν,ειπε και φτασαμε εξω απο το σπιτι.
Δεν υπηρχε πλεον τιποτα. Ολα ηταν μια στοιβα απο πετρα. Κοιταξα τον κηπο και μετα το σπιτι. Τοτε ειδα εναν αντρα να ειναι ξαπλωμενος πανω στα ερειπια του σπιτιου.

-Ποιος ειναι εκει;ρωτησα και ετρεξα κοντα του.
-Δεν προλαβα να σας πω ποσο σας αγαπω,ειπε ο αντρας και αναγνωρισα την φωνη του.
Δεν γινεται να ειναι αυτος που σκεφτομαι,ειπα στον εαυτο μου.

-Κυριε,ειστε καλα;ρωτησε ο Νικος και ο αντρας μετα απο λιγο σηκωσε το κεφαλι του και μας κοιταξε. Η γιαγια πηγε στην τρυπα μου ειχε ανοιξει και ειδε ενα χερι να εξεχει.
-Γιαγια,Δημητρα;Εγω ειμαι ο Φιλιππος.

Τον κοιταξα στα ματια και τοτε καταλαβα,πως ηταν ο αδελφος μου. Σηκωθηκε ορθιος και με αγκαλιασε,ενω ο Νικος βοηθουσε την γιαγια να βγαλει τις βαριες πετρες απο τον σωρο των ερειπιων,που ειχε μετατραπει το σπιτι μας.

-Ηξερα πως εισαι ζωντανος. Κι η μητερα το ηξερε,ειπα.
-Ομως,τωρα δεν ζει εκεινη,ειπε και με μια κινηση επεσε στα γονατα και αρχισε να σκαβει.

Μετα απο ωρες ανακαλυψαμε τα πτωματα της μητερας,του πατερα,της θειας Αντιγονης και της αδελφης της,της Αιμιλιας. Ολοι ηταν γεματοι στις σκονες απο τα ερειπια που επεσαν πανω τους.
Τελικα,δεν ειχαν προλαβει να πανε στο καταφυγιο. Δεν ειχαν προλαβει να σωθουν.
Καυτα δακρυα αρχισαν να κυλανε στα μαγουλα μου,μολις συνηδειτοποιησα οτι δεν θα τους εβλεπα ποτε ξανα.

-Δεν μπορω αλλο να ειμαι δυνατη,ειπα και ο Φιλιππος με αγκαλιασε.
-Το πρωι ειχα μαλωσει με τον πατερα. Εφυγα θυμωμενη και δεν προλαβα να του πω ποσο τον αγαπαω.
-Η μητερα θα σε φιλησε προτου φυγεις,ειπε ο Φιλιππος.
-Ναι και μου ειπε να προσεχω,αλλα εκεινη επαθε το κακο.

Ο Φιλιππος και ο Νικος πηραν πρωτα τα πτωματα της μητερας και της θειας Αντιγονης και πηγαμε στο νεκροταφειο που ηταν εκει κοντα. Εγω και η γιαγια προσπαθουσαμε με τα χερια να σκαψουμε το χωμα. Πολλοι ανθρωποι γυρω μας,εκαναν το ιδιο. Τους εβλεπα να σκαβουν εναν μικρο λακκο και να βαζουν τους ανθρωπους τους μεσα. Ηταν λυπηρο!
Η γιαγια συνεχιζε να κλαιει χωρις σταματημο,ενω ταυτοχρονα ελεγε ενα σμυρνεικο μοιρολοι.

Οι ωρες περασαν βασανιστικα,μεχρι να θαψουμε ολους τους νεκρους μας. Καποια στιγμη,κοιταξα το ρολοι μου.

-Τι ωρα ειναι; ρωτησε ο Νικος.
-Εφτα και εικοσι,απαντησα κοιτοντας με αχανες βλεμμα. Η αληθεια ηταν,οτι δεν ηξερα που να κοιταξω. Παντου υπηρχε ο θανατος.
-Εισαι καλα; με ρωτησε ο Φιλιππος.
-Βλεπεις να ειμαι καλα;Πως σου μοιαζω;Χαρουμενη;φωναξα και τοτε ακουσα ηχο απο αεροπλανα.
-Παλι θα μας βομβαρδισουν!Θεε μου,βοηθα μας,ειπε η γιαγια.
-Γρηγορα, παμε να κρυφτουμε,ειπε ο Νικος και η γιαγια εκατσε πανω απο τον ταφο του πατερα.
-Εγω θα κατσω εδω. Εσεις πηγαινετε να σωθειτε,ειπε.
-Γιαγια, σε παρακαλω. Και εγω ποναω. Εχασα ξαφνικα και τους δυο μου γονεις.

Φυγαμε αμεσως απο τον Πειραια,ενω οι βομβες τρανταζαν και παλι τα παντα γυρω μας.
Φτασαμε στον Κορυδαλλο,στο σπιτι του Μαριου και οι πυκνοι καπνοι απο τον Πειραια φαινοταν ακομη.
Μπηκαμε στην αυλη του σπιτιου και πριν φτασουμε στην πορτα,την ανοιξε ο Μαριος και βγηκαν εξω με την Χριστινα.

-Δημητρα! Εισαι καλα;ρωτησε ο Μαριος και με αγκαλιασε σφιχτα.
Εγω εχωσα το κεφαλι μου στην αγκαλια του και αρχισα να κλαιω.

-Ολοι υπολοιποι χαθηκαν,ειπα.
-Κουραγιο. Ξερω πως πονας, ειπε και χαιδεψε την πλατη μου.

Μπηκαμε μεσα στο σπιτι και η Χρυσουλα κοιταξε πρωτα εμενα και μετα την γιαγια.

-Η Αλεξανδρα και ο Αγγελος;ρωτησε.
-Δεν υπαρχουν πια,απαντησε η γιαγια.
-Χριστε μου,δεν το πιστευω,ειπε και ξεσπασε σε κλαματα.
Τοτε ηρθε ο πατερας του Μαριου.
-Κωστα!Η Αλεξανδρα και ο Αγγελος χαθηκαν στον βομβαρδισμο,του ειπε και εκεινος χαμηλωσε το κεφαλι.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα