16° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

169 15 3
                                    

Οι δρομοι ηταν ερημοι,καθως προχωρουσαμε με την γιαγια για να παμε σπιτι. Που και που εβλεπες σκελετωμενους ανθρωπους στην ακρη του δρομου,με χιλιοτρυπημενα ρουχα και ποδια γυμνα και πληγιασμενα να καθονται προσπαθωντας να μην σκεφτονται τον πονο που ειχαν στο στομαχι τους απο τον τοσο καιρο που ειχαν να βαλουν μπουκια στο στομα τους.

Ξαφνικα,ακουσα πισω μας ηχο απο αυτοκινητο και η καρδια μου αρχισε να χτυπαει δυνατα απο τον φοβο. Μονο οι Γερμανοι ειχαν αυτοκινητα!

Κοιταξα το ρολοι μου. Η ωρα ηταν ακομα δεκα παρα εικοσι. Ειδα τα φωτα του αμαξιου να φωτιζουν τον σκοτεινο δρομο,που περπατουσαμε. Δεν γινεται να μας πιασουν. Ειναι νωρις ακομα και το σπιτι ειναι δυο βηματα απο εδω.

-Χαιρετω τις ομορφες κυριες,ειπε ο αντρας που βρισκοταν μεσα στο αμαξι και φορουσε την γερμανικη στολη.
-Καλησπερα,ειπα εγω με χαμηλοφωνη φωνη,ενω η καρδια μου πηγε να σπασει.
-Θελετε να σας πεταξω καπου;Η κυρια που συνοδευετε φροιλαιν,οπως βλεπω φαινεται κουρασμενη.
-Δεν χρειαζεται. Εδω ειναι το σπιτι μας,ειπε επιθετικα η γιαγια.
-Κυρια μου,δεν χρειαζεται να μου επιτιθεστε,ειπε ο Γερμανος και το ψευτικο χαμογελο που ειχε εως τωρα ειχε εξαφανιστει. Τη θεση του ειχε παρει ενα φονικο βλεμμα,γεματο απειλες.
-Να προσεχετε,γιατι δεν ειναι ολοι σαν εμενα,ειπε ο Γερμανος,γκαζωσε το αμαξι και εξαφανιστηκε απο μπροστα μας.
-Δεν επρεπε να του μιλησεις τοσο αποτομα,γιαγια μου. Τωρα την εχουμε βαμμενη. Θα βαλει να μας παρακολουθουν. Δεν θα μπορω να κανω βημα εξω απο το σπιτι.
-Ο φιλος σου ο Γερμανος δεν μπορει να κανει κατι;
-Δεν ξερω.

Αφου πηγαμε σπιτι,ειδαμε την μητερα και τον πατερα να περιμενουν στο σαλονι. Η μητερα τριγυρνουσε πανω κατω ανησυχη.

-Που ειστε τοσες ωρες;Ανησυχησα,ειπε μολις μας ειδε.
-Ειχαμε παει στον αδελφο σου Αλεξανδρα. Καιρο εχουμε να τον δουμε,ειπε η γιαγια και εκατσε στην πολυθρονα της.
-Η αληθεια ειναι οτι χαθηκαμε τελευταια,ειπε η μητερα και μελαγχολησε.
-Δυο βηματα ειναι η Νικαια απο εδω,ειπε ο πατερας θελοντας να αφησει υπονοουμενο.
-Τι θελεις να πεις Αγγελε;Οτι ο αδελφος μου δεν με σκεφτεται;φωναξε η μητερα.
-Αμα σε σκεφτοταν θα ερχοταν απο εδω να δει τι κανουμε. Ουτε τον νοιαζει αν ζουμε ή ανα πεθαναμε,φωναξε ο πατερας.
-Εισαι πολυ αδικος. Τοσα χρονια νομιζα τον αδελφο μου πεθαμενο και εσυ λες οτι δεν νοιαζεται για μενα και την οικογενεια μου.
-Τωρα ομως ξερετε και οι δυο σας που βρισκεστε. Τα σπιτια σας ειναι ουτε ενα εικοσαλεπτο δρομος.
-Τι ειναι αυτο τωρα;Για ονομα του Θεου. Σταματηστε επιτελους!ειπε η γιαγια.
-Στον γιο σου να τα πεις,κυρα Δημητρα,ειπε η μητερα και βουρκωμενη πηγε στην κουζινα.
-Ειδες τι εκανες;Τι ειναι αυτα και μπροστα στην κορη σου;Δεν ντρεπεσαι;ειπε η γιαγια και πηγε να δει τι κανει η μητερα. Το ιδιο εκανα και εγω.

-Μην τον ακους,Αλεξανδρα. Τον τελευταιο καιρο εχει γινει πολυ νευρικος. Τα βλεπεις καθε μερα,ειπε η γιαγια και χτυπησε στον ωμο την μητερα.
-Δεν αντεχω αλλο. Ποτε θα τελειωσει ολο αυτο;Ο πολεμος μασ εχει καταστρεψει. Ωρες-ωρες νομιζω πως ολα ειναι ενα κακο ονειρο. Πως οταν ανοιξω τα ματια μου,ολα θα ειναι οπως παλια. Η οικογενεια μας θα ειναι ενωμενη και θα ειναι εδω και ο Φιλιππος. Ποσο μου εχει λειψει το παλικαρι μου.
-Σε ολους μας εχει λειψει ο Φιλιππος μητερα. Μου εχει λειψει τοσο ο παιδιαστικος τροπος που τα αντιμετωπιζε ολα,τα αστεια του,ολα.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now