13° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

199 14 3
                                    

Το αλλο πρωι χτυπησε η πορτα και η μητερα πηγε να ανοιξει.

-Πως ειμαι;ρωτησε πριν ανοιξει.
-Μια χαρα εισαι,Αλεξανδρα,ειπε ο πατερας.
-Ωραια,ειπε και ανοιξε την πορτα.
-Θεοφανη,ειπε η μητερα και αγκαλιασε τον αδελφο της.

Εγω βουρκωσα,αλλα προσπαθησα να συγκρατησω τα δακρυα μου. Ποσο μου ειχε λειψει μια αγκαλια απο τον αδελφο μου;Ομως,δεν μπορουσα να την εχω.

-Θελω να μου πεις τα παντα. Πως τα καταφερες;ρωτησε η μητερα μου.
-Θα σου τα εξηγησω ολα,Αλεξανδρα.
-Να σου φερω κατι;
-Οχι,δεν χρειαζεται. Αγγελε,κυρια Δημητρα;Πως ειστε;
-Μια χαρα,αγορι μου,ειπε η γιαγια.

Ο πατερας δεν μιλησε. Ειχε γινει αντικοινωνικος και δεν ειχε εμπιστοσυνη σε κανεναν πια.

-Λοιπον πες μου,πως ξεφυγες απο τους Τουρκους τοτε;ρωτησε η μητερα.
-Οπως ξερεις ειχα παει στην Σμυρνη,για να παρω εμπορευμα για το μαγαζι του πατερα μας. Ομως,επεσα πανω σε αυτο το συμβαν. Γινοταν χαμος εκει περα. Δεν ξερεις ποσους ειδα να σκοτωνονται. Καταφερα να μπω σε μια βαρκα. Περιπλανιομασταν για ωρες στη θαλασσα,μεχρι που φτασαμε στη Θεσσαλονικη. Δεν ηξερα τι να κανω εκει. Ημουν μονος,ωσπου γνωρισα την Αντιγονη. Ηταν απο τα Ιωαννινα και με τον πατερα της,με πηραν σπιτι τους. Υστερα απο λιγο καιρο παντρευτηκαμε και ηρθε ο Νικος. Μειναμε δυο χρονια εκει και μετα ηρθαμε στην Αθηνα. Ολο αυτο το διαστημα,δεν ειχα νεα σας και νομιζα οτι δεν ζουσατε. Αλλαξα το επιθετο μου και προσπαθησα να ξεχασω,αλλα παντα σκεφτομουν οτι ισως ζουσατε. Οταν ειδα την Δημητρα και τον Φιλιππο,στο σπιτι μας μου θυμισαν εσενα,αλλα νομιζα οτι ηταν απλως η ιδεα μου.
-Ειδες Θεοφανη;Απο μια συμπτωση,μετα απο τοσα χρονια ξανα συναντηθηκαμε. Ο πατερας ενιωθε τυψεις,που σε εστειλε εκει μονο σου.
-Αληθεια,τι εγιναν οι γονεις μας;
-Αποφασισαν να μεινουν πισω,οταν εμεις φυγαμε. Μετα απο καποιους μηνες,εμαθα οτι πεθαναν και τους εθαψαν εκει. Δεν ξερω ουτε,που ειναι ο ταφος τους. Δεν μπορουσα να παω,ειπε η μητερα και εβαλε τα κλαματα.
-Θα παμε μαζι,μολις τελειωσουν ολα αυτα,ειπε ο θειος και την αγκαλιασε.

Δεν αντεχα να τους βλεπω,γιατι μου ελειπε τοσο πολυ ο Φιλιππος, πηγα στο δωματιο μου,επεσα στο κρεβατι και αρχισα να κλαιω με λιγμους.

Λιγη ωρα μετα ακουσα την πορτα του δωματιου μου,να ανοιγει.

-Ελα ησυχασε τωρα,ειπε η γιαγια και μου χαιδεψε την πλατη.
-Μου λειπει τοσο πολυ. Μου λειπουν οι αγκαλιες του,τα αστεια του,ο παιδιαστικος τροπος που τα αντιμετωπιζε ολα,ακομα κι αν αυτο που εσπαζε τα νευρα.
-Σε ολους μας λειπει ο Φιλιππος και το ξερεις. Ομως,δεν γινεται να αλλαξει τιποτα για να τον φερουμε πισω.
-Μπορει να γινει κανενα θαυμα,οπως με τον αδελφο της μητερας. Φανταζεσαι να ζει και να εμφανιστει μια μερα;
-Μην εχεις ψευτικες ελπιδες,κοριτσι μου. Αυτα γινονται μονο μια στο εκατομμυριο.

Οι μερες που περασαν ηταν ιδιες σαν τις αλλες. Εκτος,απο το οτι μας επισκεφτοταν καθε τοσο ο θειος με την οικογενεια του,τιποτα δεν ειχε αλλαξει.

-Ελα να σου πω λιγο κατι,μου ειπε ο Νικος και με τραβηξε παραπερα.
-Τι γινεται με εκεινο το θεμα;ρωτησε οταν μπηκαμε στον στενο διαδρομο,λιγα μετρα μακρια αππ το σαλονι.
-Το προχωραμε με τη Χριστινα. Σημερα,ειμαστε παλι καλεσμενες σε μια δεξιωση. Δεν αντεχω αλλο,να ειμαι αναμεσα σε αυτα τα καθικια.
-Κανε λιγο υπομονη. Σε λιγο ολα θα τελειωσουν και πια δεν θα χρειαζεται να εκτελεις αυτο το δυσκολο εργο.
-Μακαρι. Το ευχομαι με ολη μου την καρδια.
-Που εχετε μπλεξει;ρωτησε ο θειος που στεκοταν ακριβως πισω απο τον Νικο και τον κοιταξαμε και οι δυο με αγωνια.
-Ακουσα τι λεγατε.
-Πατερα,δεν πρεπει να το μαθει κανενας. Ειναι απολυτα μυστικο,ειπε ο Νικος.
-Τι ειναι αυτο;
-Ειμαστε ενεργα μελη σε μια οργανωση αντιστασης των Γερμανων,ειπε ο Νικος τοσο χαμηλοφωνα που ισα που ακουστηκε.
-Τι;Αληθεια το λες;Αυτο ειναι επικινδυνο.
-Ειναι,αλλα το κανουμε για την πατριδα και μονο. Γιατι θελουμε τα χωματα που παταμε να ειναι ελευθερα.
-Ειστε πραγματικα παληκαρια,αγορι μου. Χαιρομαι που ο γιος μου,δεν σκυβει το κεφαλι.
-Τι κανετε εδω,καλε;ρωτησε η μητερα που ηρθε απο το σαλονι και μας ειδε να στεκομαστε στον διαδρομο.
-Συζηταμε,απαντησε ο θειος.
-Μονοι σας;Ελατε στο σαλονι.


Σεπτεμβριος 1941

Το καλοκαιρι περασε πολυ γρηγορα σε σχεση με αλλες χρονιες. Ολο το καλοκαιρι ειχαμε σχεδιασει και οργανωσει μια επιχειρηση εναντιον των Γερμανων. Που να ηξεραν οτι οι ομορφες κοπελες,που συνοδευαν οι αξιωματικοι των Ες Ες,ηταν μελη οργανωσεων που ηθελαν τον διωγμο τους;

Τωρα ειχαμε γινει μια πολυ μεγαλη οργανωση και ολο και περισσοτεροι εντασσοταν σε αυτη,κατω απο την μυτη του κατακτητη.


Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗDonde viven las historias. Descúbrelo ahora