7° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

223 20 4
                                    

-Πώς και έτσι νωρίς;Δεν μας έχεις συνηθίσει σε τέτοια,ρώτησε ο πατέρας μόλις με είδε στην κουζίνα, όπου ήταν όλοι και έτρωγαν πρωινό.
-Θα πάμε μια βόλτα με την εγγονή μου,είπε η γιαγιά και η μητέρα μας κοίταξε πρώτα την γιαγιά και μετά εμένα.
-Βόλτα;
-Ναι,αγόρι μου. Τόσο καιρό μέσα είμαι. Είπα να βγω λίγο έξω,να δω πως είναι τα πράγματα. Δεν θα πάμε κάπου μακριά.
-Ξέρεις πως είναι τα πράγματα, μητέρα! Δεν θέλω να τριγυρνάτε στους δρόμους άσκοπα. Είναι επικίνδυνο,δεν το καταλαβαίνεις!!!
-Είσαι έτοιμη,Δημητρούλα μου;ρώτησε η γιαγιά και με κοίταξε.
-Ναι,πάμε,είπα και σηκώθηκα αμέσως.

Περπατούσαμε στο δρόμο ως που φτάσαμε σε μια παιδική χαρά στην οποία δεν είχα έρθει ποτέ εως τώρα,αν και ήταν σχετικά κοντά στο σπίτι μας.
Έμοιαζε με το τοπίο που είδα,σε μια απο τις φωτογραφίες χθες το βράδυ. Μάλλον εδώ θα τραβήχτηκε σκέφτηκα.

-Εδώ ερχόταν η μητέρα σου με τον Φιλιππο και την αδελφή του, όταν ήταν μικρά ακόμα.
-Την αδελφή του;ρώτησα με απορία.
-Ναι,αλλά ας τα πάρουμε όλα απο την αρχή,κόρη μου. Όπως ξέρεις οι γονείς σου γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν, όταν ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων.
Η μητέρα σου είχε μια κοπέλα που έκαναν πόλυ παρέα στο σχολείο,το ίδιο και ο πατέρας σου με ένα παλικάρι. Μετά τον γάμο τον γονιών σου, αυτά τα παιδιά γνωρίστηκαν και σχεδόν αμέσως μετά παντρεύτηκαν κι εκείνοι. Οι κοπέλες με ένα μήνα διαφορά γέννησαν απο ένα αγόρι, τον Φίλιππο μας και τον Μάριο.
Μετά απο τρεις μήνες η μητέρα σου ξανα έμεινε έγκυος,το ίδιο και η άλλη κοπέλα. Ήταν και οι δύο πολύ χαρούμενες. Οι οικογένειες τους θα μεγάλωναν ακόμη περισσότερο και όλα τα παιδιά τους θα μεγάλωναν μαζί,όπως και οι γονείς τους.
Ήταν πολύ φίλες μεταξύ τους. Το ίδιο και ο πατέρας σου με τον πατέρα του Μάριου. Θυμάμαι κάθε μέρα ήταν μαζί.
Συνέβη κάτι όμως...
-Τί έγινε που ήταν τόσο βαρύ,ώστε να χαλάσει αυτή φιλία; ρώτησα με αγωνία.
-Η φίλη της μητέρας σου, γέννησε όταν ηταν εφτά μηνών έγκυος ένα κοριτσάκι,αλλά είχε κάποιες επιπλοκές στην γέννα και το μωρό βγήκε νεκρό. Το πήρε πολύ βαριά η γυναίκα. Το ήθελε πολύ αυτό το μωρό. Είναι δύσκολο ξέρεις,για μια μητέρα να χάνει το παιδί της. Ακόμα κι αν δεν το κράτησε ποτέ στην αγκαλιά της,το νιώθει μέρα με την μέρα να μεγαλώνει μέσα της. Η εγκυμοσύνη είναι το ιερότερο πράγμα στην γη. Μια νέα ζωη έρχεται στον κόσμο και εμείς οι γυναίκες είμαστε  τυχερές που μπορούμε να έχουμε αυτόν τον ρόλο.
Όταν γέννησε στην ώρα της,η μάνα σου εκείνη η κοπέλα ήταν συντετριμένη ψυχολογικά. Την έβλεπα ότι δεν ήταν καλά και το έλεγα στους γονείς σου να την προσέχουν. Είχα ένα κακό προαίσθημα που βγήκε αληθινό τελικά.
Μια μέρα,λοιπόν έκλεψε το μωρό απο την κούνια του και εμείς καλέσαμε την αστυνομία. Όταν την βρήκαν ήταν ανεβασμένη σε ένα βράχο πάνω από την θάλασσα. Οι χωροφύλακες πήγαν να την πιάσουν,αλλά εκείνη έπεσε στον γκρεμό στη θάλασσα και το μωρό δεν τα κατάφερε. Απο τότε δεν ξανα μίλησαν ποτέ. Μετά άλλαξαν και σπίτι, γιατί τότε ήταν στην γειτονιά μας.
-Δεν ξέρω τι να πω,γιαγιά. Αυτά που μου λες είναι πολύ άσχημα. Ο Φίλιππος τα γνωρίζει όλα αυτά;Ήταν μωρό τότε. Δεν νομίζω να θυμάται τίποτα.
-Έγιναν πολλά. Η ιστορία αυτή είναι ανοιχτή πληγή για την μητέρα σου,αλλά και για τον πατέρα σου φυσικά. Δεν θέλουν να μιλάνε για αυτό. Για αυτό και οι φωτογραφίες ήταν χωμένες και κλειδωμένες σε ένα συρτάρι. Δεν ήθελαν να ξέρετε.
-Ο Μάριος και η Χριστίνα είναι καλά παιδιά.
-Το ξέρω,παιδί μου. Όταν γνώρισε τα παιδιά αυτά ο πατέρας πήγε αλλού το μυαλό του. Είδε έναν φάκελο απο γράμμα που σου έστειλε ο Μάριος, νευρίασε και νόμιζε ότι ο παλιός του φίλος,είχε βάλει τον γιό του να σε πλησιάσει.
-Μα γιατί να το κάνει αυτό;
-Ο πατέρας σου φτιάχνει πολλά σενάρια με το μυαλό του. Όταν ήταν μικρός,έπρεπε να δεις τι ψέματα μου έλεγε. Ευτυχώς,που εσείς δεν λέτε τόσα ψέματα και μοιάσετε τη μητέρα σας. Έγινε και αυτό που έγινε με το παιδί. Δεν ξεχνιέται αυτό το πράγμα.
-Εμένα δεν με νοιάζει τι έγινε τότε. Ο Μάριος και η Χριστίνα δεν έχουν καμιά σχέση με αυτά που έκαναν παλιά οι γονείς τους.
-Εσύ πολύ σωστά τα λες,αλλά ο πατέρας σου εχει αντίθετη γνώμη.
-Δεν με νοιάζει. Η Χριστίνα είναι φίλη μου και τον Μάριο τον αγαπάω,γιαγιάκα μου.
-Τον αγαπάς, ε;Πονηρούλα. Προλάβατε να αγαπηθείτε..
-Γιαγιά μου...
-Ξέρω,ξέρω. Μην φοβάσαι.Θα είναι κι αυτό ένα απο τα μικρά μας μυστικά. Δεν θα πω τίποτα στους γονείς σου,γιατί αν το μάθουν και ειδικά ο πατέρας σου θα γίνει έξαλλος. Αργότερα, βλέπουμε πως θα πάνε τα πράγματα με τον πόλεμο.

Μείναμε και οι δύο σκεπτικές για λίγο. Δεν ήξερα τι να πω,τι να σκεφτώ...
Αυτά που έμαθα με συγκλόνισαν,αλλά δεν γίνεται από την μία στιγμή να αλλάξουν τα συναισθήματα μου για την Χριστινα,την φίλη μου και τον Μάριο... Τον αγαπάω. Δεν τον έζησα σχεδόν καθόλου. Το μόνο που έχω από εκείνον είναι τα γράμματα του. Τα έχω διαβάσει τόσες φορές που έχω μάθει κάθε λέξη τους από έξω.
Δεν τον αγκάλιασα ποτέ,αλλά σφίγγω αυτά τα γράμματα στον κόρφο μου και τον νιώθω κοντά μου. Θεέ μου,πόσο τον αγαπάω... Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα πάθει κάτι ή θα είναι στην Αθήνα και δεν θα τον βλέπω.

-Είναι ώρα να πηγαίνω σπίτι. Να πας και εσύ στο νοσοκομείο, να βοηθήσεις τα φανταράκια μας.
-Δεν θες να σε συνοδεύσω;
-Όχι, παιδί μου. Πάνε εσυ. Μπορώ να παω και μόνη μου. Δεν είμαι και τόσο γριά.
-Καλά γιαγιά μου. Όπως θες. Θα τα πούμε το απόγευμα,είπα και την φιλησα στο μάγουλο.

Όταν είπα στην Χριστίνα για αυτά που μου είπε η γιαγιά μου,έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν ήξερε ούτε εκείνη τι είχε γίνει στο παρελθόν με τους γονείς μας.

-Μην πεις τίποτα στους δικούς σου,γιατί θα γίνει μεγάλο θέμα,είπα.
-Χαζή είμαι να το πω;Θα αρχίσουν να ρωτάνε που το έμαθα,ποιός μου το είπε και τέτοια. Άρα,αποκλείεται να πω κάτι.
-Ωραία. Στο είπα γιατί δεν θα αισθανόμουν καλά απέναντι σου,γνωρίζοντας μόνο εγώ ένα τέτοιο μυστικό,είπα αλλά δεν πρόλαβε να απαντήσει η Χριστίνα.
-Πονάνε τα πόδια μου,φώναξε ένας απο τους νοσηλευόμενους και έτρεξα κοντά του.
-Έλα ηρέμησε.Όλα καλά,του είπα αφού του έβαλα μια ένεση για να ανακουφιστεί.
-Είσαι πολύ όμορφη. Μοιάζεις με άγγελο,είπε,ενώ το χέρι του έτρεξε πάνω στο δικό μου.Τα μαύρα μάτια του,που με κοιτούσαν γυάλιζαν και ήταν γουρλωμένα.
Έπιασα το κούτελο του και ήταν πόλυ ζεστός.

-Χριστίνα, φέρε ενα θερμόμετρο σε παρακαλώ,φώναξα και εκείνη πήγε να φέρει.
-39,6,είπα όταν έβγαλα το θερμόμετρο.
-Έχεις αντιπυρετικό ή να φέρω;ρώτησε η Χριστίνα.
-Έχω,είπα.
-Κι άλλο φάρμακο;Δεν θέλω άλλο. Φτάνει!!! Σε παρακαλώ,αγγελέ μου.
-Πρέπει. Είναι για το καλό σου,είπα και χάιδεψα τα μαλλιά του ξαπλωμένου άντρα,ενώ εκείνος άρχισε να γελάει δυνατά.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now