Το τελευταίο φιλί

194 15 0
                                    

Ο Μάρκους μας πήρε από τα χέρια και τρέξαμε προς την άλλη πόρτα που υπήρχε ακριβώς απέναντι.

Η Ådel την άνοιξε και είδαμε σκάλες. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ανεβήκαμε προς τα πάνω.

Με το που πατήσαμε το πρώτο σκαλί, άναψαν δάδες.

Έριξα το φως του φακού στους τοίχους. Υπήρχαν πάνω από δέκα δάδες σε κάθε μεριά και τα σκαλιά έδειχναν αμέτρητα.

Μάρκους: Πάμε;

Χρύσα: Πάμε!

Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε. Τα λεπτά μοιάζανε άπειρα.

Χρύσα: Δώρα τι ώρα είναι;;

Δώρα: Έντεκα και πέντε.

Τι ήθελα και μίλησα νωρίτερα...

Ανεβήκαμε τα σκαλιά μέχρι πάνω. Ο πάνω όροφος ήταν αρκετά μικρός και έμοιαζε περισσότερο με σπίτι παρά με αποθήκη.

Υπήρχαν μόνο δύο πόρτες.

Ο Μάρκους πλησίασε και προσπάθησε να ανοίξει την μία.

Μάρκους: Κλειδωμένη.

Δώρα: Έντεκα και δέκα.

Πλησιάσαμε την άλλη πόρτα. Τέντωσα το χέρι μου στο πόμολο. Η πόρτα άνοιξε.

Μπήκαμε μέσα προσεχτικά. Ήταν θεοσκότεινα.

Ådel: Σίγουρα είναι καλή ιδέα να μπούμε;;

Χρύσα: Άμα μείνουμε εδώ θα πεθάνουμε από ασφυξία.

Μπήκαμε μέσα τελείως και η πόρτα έκλεισε από μόνη της.

Μόλις ακούστηκε ο εγκωφαντικος θόρυβος που έκανε η πόρτα, άναψαν δάδες και στο δωμάτιο.

Το δωμάτιο ήταν γεμάτο.

Στην μέση υπήρχε ένα κατάλευκο τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι, στην μέση έκαιγε μια μικρή πράσινη φωτιά και ανέδυε μια μυρωδιά που ποτέ δεν έχω ξανάμυρίσει.

Μάρκους: Ουαου.

Κοίταξα το υπόλοιπο δωμάτιο. Τρομαξα.

Στους τοίχους υπήρχαν καμία ντουζίνα κεφάλια ανθρώπων και άλλα τόσα ζώων. Ο τοίχος ήταν βρόμικος. Φαινόταν πολυ παλιός.

Υπήρχαν αρκετά έπιπλα. Τουλάχιστον ελπίζω να είναι έπιπλα.

Ήταν καλυμμένα με μάυρα σεντόνια. Πάνω στα σεντόνια υπήρχαν φωτογραφίες ανθρώπων.

Ξαφνικά, από το πουθενα εμφανίστηκε το πνεύμα.

Δώρα: Έντεκα και είκοσι.

Όπως λέει και η φίλη σας, η ώρα πέρασε. Πρέπει να τελειώνω.

Μάρκους: Μπα δεν είσαι καλή οικοδεσπότης. Ούτε ένα κρασάκι δεν μας κέρασες.

Μόλις το κορίτσι και η οικογένεια της φύγουν από την μέση, εσύ θα φύγεις πρώτος!

Χρύσα: Την φωτιά πως την έφτιαξες και είναι πράσινη;;

Μικρή ανακατώστρα μην χώνεις την μύτη σου στις δουλειές μου!

Χρύσα: Ναι αλλά πως;

Μόνο εμείς ξέρουμε! Μόνο εμείς μπορούμε!

Έβαλα την Δώρα στην σίγαση. Άμα είναι να παίξουμε το παιχνιδάκι του Μάρκους, δεν χρειαζόμαστε τον κούκο. Η ώρα στο κινητό μου ήταν σχεδόν εντεκάμισι.

Στο δωμάτιο υπήρχε και μια πόρτα.

Το πνεύμα στεκόταν σχεδόν δίπλα στο τραπέζι. Ο Μάρκους μου έδειξε το τραπέζι πίσω από την πλάτη του. Δεν έχουμε χρόνο.

Μέσα σε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα, ο Μάρκους είχε αναποδογυρίσει το τραπέζι, πάνω στο πνεύμα.

Αυτή ούρλιαξε.

Δώδεκα παρά είκοσι πέντε.

Ηλίθιε!! Δεν ξέρεις τι έκανες.

Το φως άρχισε να αναβοσβήνει. Το τραπέζι γύρισε τελείως ανάποδα αφού το πνεύμα έφυγε από τον δρόμο του. Η πράσινη φωτιά άρχισε να καίει το πάτωμα πολύ γρήγορα. Το πνεύμα αιωρήθηκε στον αέρα καθώς το πάτωμα από κάτω του καιγόταν και έφτανε γρήγορα σε εμάς.

Χαχα! Ευκολότερος τρόπος να σας σκοτώσω αντί για τον συνηθισμένο. Και αφού πρέπει να πεθάνει πρώτα η νεαρότερη της οικογένειας για να σκοτώσω και τους υπόλοιπους, εγώ σας χαιρετάω! Πάω να ετοιμαστώ να σκοτώσω και τους υπόλοιπους.

Και εξαφανίστηκε.

Η τρύπα στο πάτωμα ήταν είδη αρκετά μεγάλη. Από κάτω φαινόταν το υπόλοιπο σπίτι-αποθήκη που καιγόταν από την κανονική φωτιά.

Μάρκους: Χρύσα...

Γύρισε και με κοίταξε. Τον αγκάλιασα.

Μάρκους: Δεν θα προλάβουμε να πραγματοποιήσουμε ποτέ τα όνειρά μας...

Θυμήθηκα τις υποσχέσεις που είχαμε δώσει και τα όνειρα που κάναμε. Είπε πως θα πραγματοποιήσει κάθε μου όνειρο...

Χρύσα: Δεν πειράζει. Ότι και να γίνει θα ήμαστε μαζί. Για πάντα μαζί.

Ådel: Παιδιά.....

Δεν με ένοιαξε αν η φωτιά πλησίαζε. Δεν με ένοιαξε η ώρα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι να γυρνάει και να με φιλάει...

My lovely neighborWhere stories live. Discover now