Ολη οικογένεια είχε κατέβει για πρωινό χωρίς κανένας να μιλάει.
"Καλημέρα"
Είπε η Ελισάβετ διστακτικά
"Καλημέρα,ελα να φας"
Είπε ο Θέμης ενώ συνεχισε να αλείφει την ίδια φέτα που αλείφε επί πόσα λεπτά.
"Έλα"
Η Ελισάβετ έκατσε δίπλα από την Αλεξία και απέναντι από τον Πέτρο
"Τι νέα από το μοναστήρι?Θα βάλει το χέρι του ο ύψιστος?"
"Έφυγα από το μοναστήρι"
Ο Θέμης σταμάτησε και την κοίταξε
"Δίκιο έχεις,τώρα πρόσεξα ότι δε φοράς το μαντήλι.Αντε μπράβο"
Γέλασε ο Θέμης και συνέχισε να τρώει
"Γιατί φοράς ακόμα το ράσο?"
"Η Αλεξία μου είπε να έρθω γρήγορα και.."
"Και?"
Η Ελισάβετ κοίταξε κάτω και απάντησε
"Δεν έχω προλάβει να πάρω ρούχα "
"Θα σε πάω αργότερα για ψώνια "
Είπε η Αλεξία και συνέχισε
"Δεν έχω προλάβει να πάρω χρήματα "
"Για δύο ρούχα τώρα,σοβαρή δουλειά"
Γέλασε ο Θέμης και καθησύχασε την Ελισάβετ.
Το πρωινό τελείωσε και η Αλεξία με την Ελισάβετ μάζεψαν το τραπέζι και ξανανέβηκαν στο δωμάτιο να ετοιμαστούν
"Λοιπόν βαλε ένα ρούχο από τα δικά μου για τώρα,δε γίνεται να κυκλοφορείς με τα ράσα"
Η Αλεξία χαμογέλασε και την πήρε στην αγκαλιά της
"Σ' ευχαριστώ που είσαι εδώ"
"Αλεξία μου"
Τα δύο κορίτσια έκατσαν έτσι μέχρι που ο Λουκάς άνοιξε την πόρτα
"Μου είπε ο θείος να σας πάω εγώ, ετοιμαστείτε"
"Ναι, Λουκά"
Είπε η Αλεξία
"Λοιπόν εγώ δε θα αλλάξω,πρέπει να ντύσουμε εσένα "
Η Αλεξία άνοιξε τη ντουλάπα της και έβγαλε ένα απλό καφέ φόρεμα
"Ντύσου,φτιαξου και θα σε περιμένω κάτω "
Η Αλεξία έφυγε και άφησε την Ελισάβετ να ντυθεί με την ησυχία της.Η Ελισάβετ αφού ετοιμάστηκε κατέβηκε και τα δύο κορίτσια έφυγαν για τα μαγαζιά.Η Ελισάβετ κοίταζε τριγύρω σαν να ήταν η πρώτη της φορά και ήταν η πρώτη φορά που θα ψώνιζε για τον εαυτό της.