«Επεισόδιο 8»

64 4 0
                                    


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 8

ΠΡΩΙ, ΣΠΙΤΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ

Η Αλεξάνδρα σφουγγαρίζει και ταυτόχρονα, μιλάει στο κινητό με τη μητέρα της, Χρυσούλα.
Α: Ναι βρε μαμά, σπίτι είμαι. Δουλειές κάνω. Ωχού... Θα σταματήσεις ποτέ να γκρινιάζεις; Εσύ πού είσαι; Φασαρία ακούω. Στο λεωφορείο; Πού πας; Α στη θεία, την Καλλιόπη. Πάλι άρρωστη είναι; Τι ντροπή ρε μάνα, εδώ και είκοσι χρόνια είναι άρρωστη και θα μας θάψει όλους. Ποια αδυναμία μου έχει καλέ; Γεροντοκόρη με φωνάζει. Στη Φωτούλα, έχει αδυναμία. Μάνα, θες να τσακωθούμε Σαββατιάτικο; Ε δεν θες. Ναι, εδώ. Θα κάνω κάτι δουλειές, θα πάω το μεσημέρι κανένα σούπερ-μάρκετ... Όχι, δεν έχω κανονίσει βόλτα. Γιατί δεν έχω παρέες, ευχαριστήθηκες; Μπορείς να μην ξανααναφερθείς στον Δημήτρη; Ναι, μπορείς; Γιατί δεν είμαστε μαζί, ξέρω γω; Ναι, ούτε πρόκειται! Άντε μπράβο. Τέλος πάντων, σε κλείνω, έχω να βάλω και πλυντήριο. Καλά. Έλα, γεια. (το κλείνει) Μια φορά να μην μου σπάσει τα νεύρα, ΜΙΑ! (μονολογεί)

--------------------------------

ΚΑΦΕ/ΦΟΥΡΝΟΣ

Ο Δημήτρης στέκεται αγουροξυπνημένος στην ουρά ενός μεγάλου φούρνου, για να πάρει καφέ, ντυμένος casual με φόρμα. Έχει πολύ κόσμο και δυσανασχετεί. Φτάνει στο ταμείο και η κοπέλα του χαμογελάει.
Δ: Καλημέρα.
Τ: Καλημέρα σας.
Δ: Έναν freddo espresso μέτριο και μια τυρόπιτα κουρού.
Τ: Θέλετε κάτι άλλο;
Δ: Αυτά.
Τ: 4.80€
(Πληρώνει και περιμένει. Από πίσω δύο γυναίκες, γύρω στα 60, συζητούν)
Λίτσα: Δεν άντεξα άλλο. Μόλις μου βρήκε δουλειά η νύφη μου, σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν άντεχε το στομάχι μου παιδί μου, με τους αλήτες. Εκμεταλλεύονται τα γεροντάκια. Ξέρεις πώς ήταν εκεί μέσα; Κολαστήριο. Μες τις αθλιότητα τους έχουν, τους βουτάνε τις περιουσίες κι άμα πας να μιλήσεις, σε απειλούν κι όλας. Τα καθάρματα! Βρε αυτοί θέλουν κυνήγι αλλά ποιος να ασχοληθεί και να πληρώνει δικηγόρους; Εγώ έκανα ανώνυμη καταγγελία και τίποτα.
Πόπη: Απαπα, άσε, μη μπλέξεις. Αυτοί τα έχουν καλά με τις αστυνομίες, δεν τους ενοχλεί κανείς. Λαδώνουν κι όλας. Άσε, μην ανακατεύεσαι.
(ο Δημήτρης γυρνάει απότομα)
Δ: Καλημέρα και συγνώμη για την αδιακρισία, πού δουλεύατε;
Λ: Σε ένα γηροκομείο παλικάρι μου. Τι γηροκομείο δηλαδή; Χίλιες φορές, να πεθάνεις στο δρόμο, παρά να μπεις εκεί.
Δ: (χαμογελάει) Αν έχετε λίγο χρόνο, να σας κεράσω ένα καφέ, να μου τα πείτε αναλυτικά; Ίσως και να μπορώ να βοηθήσω.

---------------------------------

ΣΠΙΤΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ

Η Αλεξάνδρα ξεσκονίζει. Το κινητό της χτυπάει. «Δημήτρης».
Α: Έλα. Καλημέρα. Πού είμαι; Σπίτι, πού να είμαι; Βρήκες θέμα; Περίμενε, πού το βρήκες; Ναι, έλα από δω. Περιμένω.

«Γκρίζα Ζώνη»Where stories live. Discover now