Η συνάντηση

622 58 4
                                    

Το κεφάλι μου πάει να σπάσει όταν η Κάιλι μας φέρνει κάτι να πιούμε. Εκείνη τη στιγμή τη φωνάζουν από ένα μικρόφωνο για να βγάλει λόγο.

"Ήρθε η ώρα!!!"αναφωνεί και τρέχει προς την εξέδρα.

Ανεβαίνει πάνω και ακολουθεί δυνατό χειροκρότημα. Νιώθω τον πονοκέφαλο να δυναμώνει και να κατακλύζει όλο μου το σώμα. Βγάζω το κίνητο και στέλνω ένα γρήγορο μήνυμα στην Κάιλι πως πρέπει να φύγω.

Ύστερα βγαίνω σχεδόν παραπατώντας από το γυμναστήριο και κατευθύνομαι προς το σπίτι μου. Έχει σκοτεινιάσει για τα καλά και το κρύο είναι τσουχτερό. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από τους ώμους μου και προσπαθώ να περπατήσω ίσια. Μα τι μου συμβαίνει;

Καθώς περνάω μία συστάδα από δέντρα ακούγεται ένα δυνατό θρόισμα. Βγάζω μία πνιχτή κραυγή και απομακρύνομαι. Μπορεί να ήταν ο αέρας, πείθω τον εαυτό μου και επιταχύνω το βήμα μου μέχρι που φτάνω μπροστά στο σπίτι. Ξεκλειδώνω με τρεμάμενα χέρια την πόρτα και αφού μπω μέσα την ξανά κλειδώνω.

Βγάζω τις γόβες και ανεβαίνω τις σκάλες προς το δωμάτιό μου κρατώντας τα κάγκελα. Νιώθω να τα βλέπω όλα διπλά καθώς μπαίνω στο δωμάτιο και πέφτω στο κρεβάτι. Αμέσως με παίρνει ο ύπνος.

Ξυπνάω από ένα δυνατό θόρυβο. Κοιτάω το ρολόι στο κομοδίνο. Δύο τα ξημερώματα. Το παράθυρο είναι ορθάνοιχτο και φυσάει ένας δυνατός άνεμος. Καταπίνω το φόβο μου και σηκώνομαι να το κλείσω. Εκείνη τη στιγμή όμως, κάτι με σπρώχνει με δύναμη και πέφτω στην άλλη άκρη, πάνω στην ντουλάπα. Ένας δυνατός πόνος πίσω από το κεφάλι μου με παρέλυσε. Πονούσα τόσο φριχτά που νόμιζα πως θα πεθάνω. Ξαφνικά πήδηξε από το παράθυρο μία μαύρη, πανύψηλη φιγούρα και άρχιζε να με πλησιάζει. Έβγαλε από πίσω του κάτι που γυάλιζε. Ένα σπαθί! Άρχισα να ανασαίνω γρήγορα και προσπάθησα να σηκωθώ αλλα το κεφάλι μου πονούσε πολύ και τα έβλεπα όλα θολά. Μάζεψα τα πόδια μου και άρχισα να σέρνομαι. Η φιγούρα έφτασε δίπλα μου αλλά δεν έβλεπα το πρόσωπό της. Φορούσε μαύρα δερμάτινα ρούχα και μαύρη τεράστια κουκούλα.

"Πάρε ότι θέλεις. Μόνο μην με σκοτώσεις"αναφώνησα νομίζοντας πως είναι κλέφτης.

Όσο όμως και να απομακρυνόμουν ο μαυροφορεμένος με έφτανε και με μία κλωτσιά με κόλησε στον τοίχο. Σήκωσε ψηλά το σπαθί και ετοιμάστηκε να με σκοτώσει. Έκλεισα τα μάτια περιμένοντας το θάνατό μου. Έναν πολύ ξαφνικό και περίεργο θάνατο χωρίς να προλάβω να κάνω κάτι αξιόλογο στη σύντομη ζωή μου. Άρχισα να κλαίω και ακούστηκε μία πνιχτή κραυγή από τον μαυροφόρεμένο. Άνοιξα ελαφρά τα μάτια και με μία κίνηση του σπαθιού του μου πήρε το μενταγιόν από το λαιμό και το έκανε θρύψαλα. Μετά εξαφανίστηκε.

Έμεινα στο έδαφος με καρδιά έτοιμη να εκραγεί από το φόβο. Ανάσαινα κοφτά και γρήγορα. Ασυναίσθητα έβαλα το χέρι μου στο λαιμό μου. Ποιος ήταν αυτός και τι ήθελε από εμένα; Γιατί πήγε να με σκοτώσει; Και γιατί στο τέλος δίστασε και έσπασε το μενταγιόν;

Τόσα αναπάντητα ερωτήματα με βασάνιζαν που σχεδόν δεν παρατήρησα πως ο πονοκέφαλος εξαφανίστηκε τελείως και η όρασή μου επανήλθε.

Πολλή δράση όπως σας υποσχέθηκα!!!

Αν σας άρεσε αστεράκι και σχόλιο!!♡♡♡

Σε αγαπώ πέρα από το χρόνο Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα