Άγνοια

564 51 2
                                    

Κοιμήθηκα ή λιποθύμησα; Αναρωτιόμουν καθώς σηκωνόμουν από το πάτωμα. Φορούσα ακόμα το φόρεμα του χορού και από την προηγούμενη εφιαλτική νύχτα βρισκόμουν στη θέση που ήμουν: δίπλα στη ντουλάπα.

Έπιασα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου το οποίο είχα χτυπήσει πολύ δυνατά όταν με έσπρωξε ο μαυροφορεμένος. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα! Ούτε μία γρατσουνιά. Πήγα διστακτικά προς το παράθυρο και κοίταξα έξω. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Ένας γείτονας πότιζε στο κήπο και μία άλλη κυρία έβαζε τα παιδιά της στο αυτοκίνητο. Όλα ήταν ήσυχα, φυσιολογικά. Κοίταξα κάτω, στην αυλή μας. Δεν υπήρχε κάποια αλλαγή. Οι βιολέτες βρισκόντουσαν παραταγμένες στο μικρό ξύλινο παρτέρι και τα αρωματικά φυτά της μαμάς στεκόντουσαν κοντά στη πόρτα. Μα πως ανέβηκε εδώ πάνω αυτός ή αυτή; Δεν ξέρω καν αν είναι άντρας ή γυναίκα. Το δωμάτιο μου είναι στο δεύτερο όροφο-αρκετά ψηλά- και δεν υπάρχει ούτε περβάζι ούτε δέντρο για να ανεβεί.

Έκλεισα τα μάτια και πήρα μιά βαθιά ανάσα. Νομίζω πως αρχίζω να τρελαίνομαι και μαζί με όλα αυτά είναι και το μενταγιόν. Μα αυτό το πλάσμα ήρθε ως εδώ για να κάνει θρύψαλα το μενταγιόν; Τι μπορεί να ήταν;

''Άντρεα!''ακούω τη μαμά να με φωνάζει.

''Έρχομαι''απαντάω και αφού βγάλω αυτό το φόρεμα φοράω μία μακριά μπλούζα που φτάνει μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο, και κατεβαίνω.

''Που ήσουν χθες;''με κατακεραυνώνει με την ερώτηση μόλις εμφανίζομαι στη κουζίνα που μας φτιάχνει ομελέτα.

Κάθομαι σε μία καρέκλα και θυμάμαι με μεγάλη λύπη πως εξαιτίας του φριχτού πονοκεφάλου έχασα τον λόγο της Κάιλι.

''Στο χορό''απαντάω και αυτή ανασηκώνει τα φρύδια με αποδοκιμασία.

''Η Κάιλι τηλεφώνησε πριν λίγο και ρώτησε που είσαι. Ακουγόταν θυμωμένη.Αν ήσουν εκεί τότε τι έγινε;''

''Με έπιασε πονοκέφαλος και δεν μπορούσα να μείνω. Της έστειλα μήνυμα ότι λυπάμαι''λέω και βάζω λίγο καφέ σε μία κούπα.

Η μαμά παρατάει την ομελέτα και κάθεται απέναντι από εμένα. Δεν την κοιτάω στα μάτια. Ξέρω τι θα πει.

''Άντρεα αν δεν ήθελες να πας μπορούσες να το πεις στην Κάιλι''λέει τελικά.

Παίρνω μία βαθιά ανάσα και στριμώχνω μέσα μου όλη την εξάντληση, τον φόβο και τον εκνευρισμό των τελευταίων ωρών.

''Ήθελα να πάω και πήγα. Ξαφνικά με πόνεσε το κεφάλι και δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Δεν θα το άντεχα να της χαλάσω μία τόσο σημαντική στιγμή. Δεν είναι δικαιολογία όλο αυτό, μαμά''λέω και σηκώνομαι από το τραπέζι. Ούτως ή άλλως μετά από όλα αυτά δεν είχα όρεξη να φάω.

Επίσης δεν της ανέφερα καθόλου αυτό που έγινε χθες το βράδυ γιατί ξέρω πως θα φρικάρει και θα φέρει την αστυνομία και,και,και...Είναι υπερβολική σε τέτοια και δεν θέλω να το κάνει και θέμα. Έγινε και τελείωσε, παρόλο που είμαι ακόμα τρομαγμένη.

Ανεβαίνω ξανά στο δωμάτιο και πριν πάω για ένα μπάνιο, κοιτάω το κινητό μου. Έχω 12 κλήσεις από την Κάιλι. Της στέλνω μήνυμα παρακαλώντας την να έρθει από εδώ για να της εξηγήσω και να της πω τι έγινε. Ακούω την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει και καταλαβαίνω πως η μαμά έφυγε στη δουλειά.

Μετά έρχεται και ένα μήνυμα της Κάιλι.''Σε δύο λεπτά είμαι εκεί. Ελπίζω να έχεις μία καλή εξήγηση''γράφει το μήνυμα. Ύστερα μπαίνω για ένα χαλαρωτικό μπάνιο.

Μετά από λίγη ώρα...

Η Κάιλι με κοιτούσε άφωνη αφού της είπα τα πάντα για χθες.

"Δεν μπορώ να το πιστέψω! Εγινάν τόσα πολλά και δεν πήρα χαμπάρι!"αναφωνεί και σηκώνεται από το κρεβάτι που καθόμαστε και τσιμπολογάμε δύο κρουασάν.

Νιώθω έναν κόμπο στο λαιμό μου.

"Κάιλι, φοβήθηκα πολύ"καταφέρνω να πω στριφογυρίζοντας το σεντόνι που κοντεύει να σχιστεί.

Η Κάιλι στέκεται λίγο σκεπτική και ύστερα έρχεται και κάθεται δίπλα μου. Βυθίζει τα μεγάλα καστανά της μάτια στα δικά μου και ύστερα με αγκαλιάζει.

"Έλα εδώ βρε. Μην ανησυχείς, δεν θα ξανά έρθει. Είπες πως έσπασε το μενταγιόν και έφυγε οπότε.."

"Ναι αλλά τι το ήθελε αυτό το χαζό μπιχλιμπίδι"λέω σχεδόν εκνευρισμένη με την άγνοιά μου.

"Δεν ξέρω"απαντάει η Κάιλι ανασηκώνοντας τους ώμους με έναν τρόπο που μας κάνεο και τις δύο να αρχίζουμε να γελάμε.

Ελπίζω να σας άρεσε!!!!

Αστεράκι και σχόλιο παρακαλώ!!!!♡♡♡♡

Σε αγαπώ πέρα από το χρόνο Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα