Ντροπή

364 50 4
                                    

Έχω γίνει μούσκεμα από την κορυφή ως τα νύχια και ο θυμός μου δεν περιγράφεται. Έπεσα στο ποτάμι! Μόλις το συνειδητοποιώ τα μάγουλά μου γίνονται κόκκινα. Κοιτάω τον Νίκολας, ο οποίος στην αρχή έχει ξαφνιαστεί, μα μετά κάνει κάτι που δεν έχω δει από τη στιγμή που τον γνώρισα: αρχίζει να γελάει! Να γελάει δυνατά και με την καρδιά του. Μία σειρά από λευκά δόντια μου αποκαλύπτεται και τα μάτια του είναι κλειστά με έναν χαριτωμένο τρόπο.

Η καρδιά μου φτερουγίζει. Νιώθω πως βλέπω κάτι καινούργιο, κάτι που δεν θα ξαναδώ. Μετά, όμως τα νεύρα μου επιστρέφουν αιφνιδιάζοντάς με. Πατάω με τα χέρια μου στο πεζούλι και βγαίνω από το νερό. Το φόρεμά μου στάζει και μυρίζω σάπιο ψάρι. Κάποιοι περαστικοί με κοιτάνε έντονα αλλά δεν με νοιάζει.

-Πάψε!, συρίζω στον Νίκολας μα αυτός συνεχίζει να γελάει. Είσαι... είσαι γελοίοςκαι αναίσθητος!, φωνάζω μετά.

Δάκρυα κυλάει από τα μάτια μου. Το γέλιο του κόβεται απότομα και με κοιτάει σοβαρός.

Αρχίζω να περπατάωδίχως προορισμό. Τα νερά στάζουν από παντού και αναμυγνύονται με τα δάκρυά μου. Σχεδόν τρέχω όταν ακούω τον Νίκολάς να με φωνάζει και να μπαίνει μπροστά μου.

-Μα που πας; Δεν ξέρεις ούτε καν που βρίσκεσαι; λέει αλλάτον προσπερνάω δίχως να νοιαστώ.

Τρέχω μέσα σε ένα κοντινό πάρκο με πολλά δέντρα. Πετάω τα βρομερά παπούτσια μου και πατάω πάνω στο γρασίδι αλλά ξαφνικά με πιάνει πονοκέφαλος. Σταματάω απότομα και κοιτάω γύρω μου προσπαθώντας να αγνοήσω μάταια την επερχόμενη θολούρα. Κάπου κοντά υπάρχει πνεύμα. Κρύβομαι πίεω ςπόένα δέντρο και τρίβω τα μάτια μου για να προσπαθήσω να δω.

-Θεέ μου, μονολογώ, πίσω μου δεν ήταν ο Νίκολας;

Ξαφνικά ακούω ένα τρίξιμο. Το πάρκο είναι σχεδόν άδειο και αρχίζω να τρέμω από το κρύο και τον φόβο μου. Και άλλο τρίξιμο. Ύστερα το βλέπω μπροστά μου. Ένα τερατώδες πλάσμα με ένα μπλέ σημάδι στο μέτωπο. Ασυναίσθητα πιάνω το μενταγιόν μου. Είναι ίδιο χρώμα με το σημάδι και αυτό μπορεί να έχει σχέση οπότε, ελπίζω να με προστατεύσει. Το πνεύμα με διαισθάνεται αλλά δεν με έχει δει ακόμη, απλώς μυρίζει. Κάνω ένα βήμα αλλά πατάω σε ξερά φυλλά και υο πνεύμα άκουσε το θόρυβο και γύρισε να με δει.

Χωρίς να σκεφτώ τίποτα άλλο αρχίζω να τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Το ακούω που με ακολουθεί και βγάζει οργισμένες κραυγές. Μα πως γίνεται να μην το βλέπει κανείς αλλός από μακριά;

Πατάω πανω σε πέτρες αλλά δεν με νοιάζει. Κάποια στιγμή δεν ακούω το πνεύμα μα έναν δυνατό κρότο και μετά ησυχία.

-Άντρεα, Άντρεα!, ακούω τον Νίκολας να με φωνάζει και μόλις με βλέπει τρέχει κοντά μου.

Και οι δύο ανασαίνουμε γρήγορα. Δεν μπορώ να μιλήσω ούτε να σκεφτώ καθώς βλέπω το άσπρο από το φόβο πρόσωπο του. Τα μάτια του είναι γεμάτα φόβο καθώς με πλησιάζει υπερβολικά και βάζει τα τρεμάμενα χέρια του στα μάγουλά μου. Κολλά το μέτωπό του στο δικό μου. Θεέ μου αυτός είναι ο Νίκολας;!

-Μα που σκατά πήγες; λέει.

Καταπίνω και τον κοιτάω βαθιά στα μάτια. Αυτά τα υπέροχα γαλάζια μάτια.

-Εγώ...ψελλίζω ανίκανη.

-Όταν μου τηλεφώνησε ο Φίλιπς και μου είπε πως υπάρχει πνεύμα κοντά μου κόπηκαν τα πόδια. Αν πάθαινες κάτι θα...θα πέθαινα, λέει.

Η καρδιά μου χάνει ένα χτύπο και τα πόδια μου δεν πατάνε στη γη. Τι είπε μόλις τώρα;!

Συγνώμη που άργησα να βάλω κεφάλαιο...Ελπίζω να σας άρεσε!!♡♡

Σε αγαπώ πέρα από το χρόνο Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα