Κεφάλαιο 10

56 10 2
                                    

"Εμιλι; Να σου εξηγήσω!" Φώναξε ο Κόρι, ενώ εγώ πλέον δεν άντεξα και βγήκα έξω από την τάξη. Αρχισα να τρέχω στους διαδρόμους.
Βγήκα στο προαύλιο και συνειδητοποίησα πως υπήρχε ένας μικρός χώρος, που δεν ήταν ευδιάκριτος από την οπτική της αίθουσας. Πήγα προς εκείνη την κατεύθυνση και κάθισα στο πεζουλάκι. Υπήρχαν στον απέναντι τοίχο, μερικά σκαλιά. Λογικά σε περίπτωση σεισμού, οι μαθητές να μπορούσαν να εγκαταλείψουν ευκολότερα το κτίριο. Δεν κοίταξα αν βρισκόταν κάποιος εκεί.

Κάλυψα με τις παλάμες μου το κεφάλι μου. Δάκρυα άρχισαν να ξεχυλίζουν από τις άκρες των μελί ματιών μου.

"Εμιλι; Πού είσαι;" Τέλεια, το κοινό μου έλειπε τώρα. Σκούπησα μανιωδώς το πρόσωπό μου, θεωρώντας, πως τα ίχνη των δακρύων μου είχαν εξαφανιστεί. Μα ο Βασίλης δεν ήταν χαζός. Μπορούσε να με δει. Δεν σήκωσα το κεφάλι μου. Ηξερα πως ήταν αυτός. Κάθισε δίπλα μου. Ηθελα να του εξηγήσω, αλλά δίστασα.

"Δε χρειάζεται να μου πεις τι έγινε. Εγώ είμαι εδώ για σένα. Ξέρω πως είναι πολύ εκνευριστικό, να σε ρωτάνε τι έχεις. Δεν είμαι κάποιος, που το κάνει αυτό." Μου είπε. Γύρισα να τον κοιτάξω. Μα ξαφνιάστηκα. Δίπλα μου βρισκόταν ο Σάμ και όχι ο Βασίλης. Μα πώς είναι δυνατόν;
Σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου, μου εξήγησε.
"Καθόμουν στα σκαλιά, αλλά μάλλον δε με πρόσεξες. Συνέβη κάτι;" Με ρώτησε.
Αμέσως στα μάγουλά μου, σχηματίστηκαν δύο ρόδινες βούλες και απέφυγα το βλέμμα του.

"Τίποτα το σημαντικό." Του απαντησα, σκουπίζοντας τα ίχνη δακρύων από το πρόσωπό μου.

"Αφού ήταν τόσο ασήμαντο, γιατί σε έκανε να κλάψεις; Μπορεί να μην με ξέρεις, αλλά δεν είμαι άνθρωπος, που μιλάει πολύ." Είπε.

"Για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους, δε μιλάς καθόλου." Αποκρίθηκα, προκαλώντας ένα μικρό πνιχτό γελάκι. Κάτι είναι κι αυτό.

Πεπρωμένο| ✔Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα