Κεφάλαιο 17

40 8 6
                                    

Η θάλασσα εκεί. Σαν να μην είχε καμία έννοια. Μακάρι να ήμουν στη θέση της. Εκείνη παρ'όλες τις φουρτούνες, πάντα θα τις ξεβράζει στην αμμουδιά και γίνεται ήρεμη πάλι. Τόσο καλή, δέχεται κάθε άνθρωπο. Τους αγκαλιάζει, μπορεί μερικές φορές και σε πολύ ασφυκτικό σημείο.
Ετσι είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις. Ηρεμες, χαρούμενες, ώσπου έρχεται η στιγμή, που θα συγκρουστούν. Κανείς δεν ξέρει πώς θα καταλήξουν. Ισως ήρεμες, αγαπημένες ή από τον πνιγμό, τελειωμένες.

Φοβάμαι.

Φοβάμαι για το αύριο. Τι θα μας ξημερώσει; Εχουν περάσει μέρες από τότε που μίλησα με τον Ορέστη. Μόνο με τα δίδυμα κρατώ πλέον επαφή. Μου λείπει όμως. Οσο κι αν με εξοργίζει το γεγονός ότι είναι πρόεδρος σε μια τέτοια οργάνωση, δεν παύει να είναι φίλος μου. Δεν ξεχνώ έτσι απλά πόσο με βοήθησε. Δεν μπορώ να διανοηθώ για ποιό λόγο να συμμετέχει αυτός εκεί; Για εξουσία; Χρήματα;

Πλάτς

Ο ήχος από τα πετραδάκια στη θάλασσα, με βοηθούν να ξεσπάσω. Πετούσα μία μία τις πέτρες. Χρειαζόμουν την ηρεμία. Μόνη πηγή θορύβου, τα κύματα και το δροσερό αεράκι, που χαϊδεύει το πρόσωπό μου. Μια συμφωνία τόσο γαλήνια στα αυτιά μου.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που ήρθα στη θάλασσα. Δύο χρονών, το 1997. Ο Έλλιοτ με είχε πάρει από το χέρι και με οδήγησε στο νερό. Τότε έμαθα να κολυμπώ. Ηθελε εκείνος να μου μάθει, αλλά δεν ήξερε ότι η συγκεκριμένη θάλασσα ήταν απότομη. Βρέθηκε στα βαθιά και δεν μπόρεσε να με βοηθήσει. Ετσι έμαθα μόνη μου. Εβλεπα τις κινήσεις του και μπορούσα να τις μιμηθώ, κι ας ήμουν τόσο μικρή. Το νερό πάντα ήταν το στοιχείο μου. Από τότε κάθε μέρα πήγαινα στη θάλασσα. Ηξερα πως ακόμη και με τα κύματά της, με είχε κερδίσει. Δεκατέσσερα χρόνια δεν είναι και λίγα.

Μέχρι που δεν ξαναπάτησα στο νερό για πολύ καιρό. Απέκτησα φοβία στα δώδεκα.

Τον Ιούλιο του 97, η ξαδέρφη μου και εγώ, θα πηγαίναμε για κολύμπι, όπως συνηθίζαμε. Την έβλεπα κάθε καλοκαίρι και μου έλειπε πολύ. Μαζί ήμασταν συνέχεια στην θάλασσα. Κι εκείνη την αγαπούσε όσο εγώ.. Μα δεν ήξερα. Δεν είχα ιδέα.... Αν ήξερα.......

Η θάλασσα έδειχνε τόσο ήρεμη. Κανείς δεν υποψιαζόταν τίποτα. Κολυμπούσαμε για αρκετή ώρα. Ηταν τόσο υπέροχο το χρωμα της θάλασσας. Αρχισα να κολυμπάω προς την ακτή. Ηθελα να βγώ, σε αντίθεση με την Έλσα, που ήθελε να κολυμπήσει κι άλλο. Οταν έφτασα έξω, ένα ουρλιαχτό με έκανε να γυρίσω 360 μοίρες και τότε αντίκρισα το χειρότερο θέαμα, την Έλσα να βυθίζεται σε ένα συνδιασμό νερού και αίματος. Υπήρχε ένας καρχαρίας, ο οποίος εκείνη την ημέρα πλησίασε πιο κοντά από ότι έπρεπε. Κατασπάραξε την Έλσα, μπροστά στα μάτια μου και εγώ από εκείνη την ημέρα δεν ξαναπάτησα στη θάλασσα.Ο Έλλιοτ με παρότρυνε πολλές φορές, αλλά εγώ πάντα δε θα πήγαινα. Είδα την θάλασσα με άλλο μάτι, είδα και την άλλη όψη της. Πέρασε καιρός έως ότου να βρω το θάρρος να ξανακολυμπήσω. Με βοήθησε πολύ ο αδερφός μου βέβαια. Τώρα πλέον μπορώ να κολυμπάω, αλλά ακόμη έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου την κραυγή της Έλσας.

Πεπρωμένο| ✔Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα