Η τελετή

266 31 2
                                    

Πάλευα, κλωτσούσα αλλά το πνεύμα δεν ένιωθε τίποτα. Πονούσε όλο το σώμα μου, μα το τσούξιμο που αισθανόμουν στη καρδιά ήταν μεγαλύτερο. Σε λίγα λεπτά ο Νίκολας και ο κύριος Φίλιπς θα ήταν νεκροί. Μπορεί, ήδη να ήταν. Ωστόσο προτιμούσα να σκέφτομαι το πρώτο. Ποιος ξέρει τι θα με έκαναν η Βιβίνα και ο Μάλκομ. Σίγουρα στο τέλος θα κατέληγα κι εγώ νεκρή. Οι άλλοι κυνηγοί, το ίδιο. Η μαμά θα με αναζητούσε μάταια στον άλλο κόσμο και θα πέθαινε από τη θλίψη της. Η Κάιλι θα έκλαιγε, θα περνούσε ο καιρός και θα με ξεχνούσε.
Εγώ φταίω για όλα. Είμαι τόσο αδύναμη και δειλή που δεν μπορώ να σώσω κανένα.

-Άφησε τη εδώ, διατάζει ο Μάλκομ και το πνεύμα με ακουμπάει σε ένα υπερυψομένο χώρο σαν βωμό.
Το σκοτάδι  έχει πέσει και από πάνω μου δεν υπάρχει στέγη. Συνειδητοποιώ πως βρισκόμαστε στο ισόγειο και ο μισός πάνω όροφος είναι γκρεμισμένος. Κυκλικά, γύρω μου υπάρχουν μαυροφορεμένοι και πνεύματα.

-Τι είναι όλα αυτά; Ρωτάω σχεδόν ανέκφραστη.

-Η ευκαρία μας να κυβερνήσουμε τον κόσμο, αναφωνεί η Βιβίνα καθώς παίρνει ένα μεγάλο δοχείο και με πλησιάζουν με τον Μάλκομ.
Γύρω μας υπάρχει νεκρική σιγή. Σκέφτομαι πως ίσως όλοι να είναι νεκροί και πανικοβάλλομαι. Ωστόσο δεν μπορώ να κουνηθώ. Σαν να είμαι κλεισμένη σε μία αόρατη γυάλα.

-Ήρθε η ώρα, χρυσή μου, συνεχίζει με ενθουσιασμό η Βιβίνα.

-Τι θα μου κάνετε; Ρωτάω προσπαθώντας να βρω ενα τρόπο να ξεφύγω.

-Θα σου πάρουμε όλο το αίμα και μόλις ευθγραμμιστούν τα αστέρια θα το πιούμε όλοι. Και τότε θα αποκτήσουμε αιώνια δύναμη κια θα είμαστε αύθαρτοι, αναφωνεί ο Μάλκομ και με πλησιάζει με ένα μαχαίρι.

-Τι;! Όχι! Ουρλιάζω και χτυπάω γύρω μου μάταια.

Όλοι αρχίζουν να λένε ένα ποίημα σαν ξόρκι και ο Μάλκομ μου πιάνει τα χέρια. Φωνάζει μία λέξη και αμέσως πέφτω στα γόνατα. Αρχίζω να κλάιω και να ουρλιάζω καθώς μου κόβει τους καρπούς και βάζει από κάτω τους δύο δοχεία.

Κλείνω τα μάτια. Από μπροστά μου περνάνε όλες οι καλές στιγμές της ζωής μου. Δεν πέθανα, αλλά ίσως να είναι η ώρα. Η μαμά μου μαθαίνει ποδήλατο κι εγώ κλαίω επειδή πέφτω συνεχώς. Η Κάιλι με αγκαλιάζει όταν την υπερασπίστηκα σε ένα καυγά. Ο Νίκολας με κολλάει στο δέντρο και με φιλάει.
Νιώθω να ζεσταίνομαι. Να καίω κυριολεκτικά. Ακούω φωνές και ανοίγω τα μάτια. Λάμπω από παντού. Το ξόρκι γύρω μου λύθηκε και σηκώνομαι όρθια με τους καρπούς μου να έχουν επουλωθεί.

-Πιάστε τη! Φωνάζει ο Μάλκομ και πριν τα πνεύματα πλησιάάσουν εκτοξεύω ένα πήδακα φωτός κατά πάνω τους.

-Τώρα ήρθε η σειρά μου, λέω.

Νέο κεφάλαιο! Η Άντρεα βρηκε τη δύναμη της μέσα από τις αναμνήσεις της. Ο Νίκολας και ο κύριος Φίλιπς είναι ζωντανοί λέτε;

Πείτε μου πως θέλετε να είναι το τελευταίο κεφάλαιο!!!

Σε αγαπώ πέρα από το χρόνο Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα