Κεφάλαιο 9.

2.6K 231 0
                                    


Είχε ξημερώσει Πέμπτη και περίμενα με ανυπομονησία το Σάββατο. Η ωρα είχε παει 7.30 και εγώ προσπαθούσα να σηκωθω μάταια. Είχε πολύ κρύο και η κουβέρτα ταίριαζε τέλεια πανω στο ζεστό δέρμα μου. Σηκώθηκα γρήγορα και πήγα στο μπάνιο για να πλυθω. Ανοιξα την ντουλάπα μου και τράβηξα γρήγορα το γκρι πουλόβερ μου και έπειτα το μαυρο κολλητό τζιν μου.

Το κρύο ηταν ανυπόφορο και εγώ κατευθυνομουν για το σχολείο. Στο δρόμο περνούσαν αμάξια με οικογένειες μέσα, παιδιά δυσανασχετισμενα με το γεγονός οτι πάνε σχολείο, και ενα απο αυτα ήμουν και εγώ. Ποτέ δεν χαιρομουν που πήγαινα σχολείο. Ολά εκεί μέσα μου ήταν τόσο άσχημα..ακόμα και τα πρόσωπα των καθηγητών μου περνούσαν αδιάφορα απο μπροστά μου.

"Αννα" μια φωνη με διέκοψε απο τις σκέψεις μου.

"Καλημέρα Δημήτρη" είπα χαμογελώντας.

Η αγκαλιά του ηταν τόσο αδιάφορη για μένα. Λόγω του κρύου θα έλεγα, αλλά μπορεί και όχι..

"Τι έχεις πρώτη ωρα;" ρώτησε.

Ο Δημήτρης ηταν στο διπλανό τμήμα.

"Αλγεβρα" είπα δυσανασχετοντας.

"Καλό κουράγιο" είπε γελώντας και μου έδωσε ενα πεταχτο φιλί στα χείλη. Το ίδιο αδιάφορο και εκείνο..τώρα όμως όχι λόγω του κρύου.

Και μετα απο λίγο εξαφανίστηκε στην τάξη του..

Μπαίνοντας στην τάξη είδα τα κορίτσια να συζητάνε. Τις προσπέρασα αδιάφορα, άλλωστε δεν είχα διάθεση για καμια κουβέντα σήμερα. Δεν ήμουν καλά. Η Ραφαέλα όμως αναρωτιόταν και αμέσως ήρθε κοντά μου.

"Τι έχεις εσύ σήμερα;" είπε και μου χάιδεψε γλυκά τον ώμο.

"Τίποτα βρε, καλά είμαι" είπα ξέροντας οτι δεν θα το συνεχισει.

"Εχουμε κενό πρωτη ωρα..θα πάμε βόλτα στην αυλή με τα κορίτσια ελ.." και πριν προλάβει να τελειώσει την πρόταση της, της απάντησα.

"Να μωρέ..θα κάτσω εδώ..πονάει λίγο το κεφάλι μου. Θα σας βρω μετα" πεταξα τη δικαιολογία και ύστερα χαμογέλασα.

"Εντάξει.." είπε και ύστερα έφυγε.

Είχαν περάσει τουλαχιστον 20 λεπτα και το κουδούνι είχε αρκετή ωρα μέχρι να χτυπήσει για διάλειμμα. Η τάξη άδεια και πίσω καθόταν ενα μικρο κοριτσάκι. Με κόκκινα μάγουλα και στεναχωρημένο πρόσωπο..ααα εγώ ήμουν.
Η τάξη ηταν τόσο άδεια που η απουσία ολων με έκανε να νιώθω καλυτερα.

Σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν τα παντα. Εμένα, την Ραφαέλα, τον Δημήτρη. Τον Γιώργο.. Δεν είχε επικοινωνησει μαζί μου απο εχθες.

"Τι σκατά μέρα σήμερα.." μονολογησα.

Βήματα ακούστηκαν να έρχονται προς το μέρος μου. Ο Δημήτρης.

"Τι κανεις μονη σου;" με ρώτησε απορωντας.

"Εσύ τι κανεις; Δεν εχεις μαθημα;" είπα προσπαθώντας να ξεφυγω απο την ερώτηση του.

"Εμ, βγηκα και καλά για τουαλέτα." γέλασε.

Κάθησε δίπλα μου και υστερα απο λιγα λεπτα αποσύρθηκε στην τάξη του.

Ηταν πολύ καλό παιδι. Και πολύ όμορφο. Ολες τον λιγουρευονταν και πολλές μου είχαν πει οτι είμαι τυχερή που τον έχω όλο δικο μου. Αλλά εγώ δεν ένιωθα το ίδιο. Ηθελα τον Γιώργο..παρα τις αντιρρήσεις της Ραφαελας.

Το κουδούνι χτύπησε και μαζεύτηκα στην καρέκλα για τις υπόλοιπες 6 ώρες.

Είχα φτασει σπίτι απρόθυμη να κάνω οτιδήποτε. Η μέρα περνούσε και εγώ χειροτέρευα χωρίς κανένα μήνυμα του Γιώργου.

"Αγάπη μου, θα βγω σήμερα" μου είπε η μαμά.

"Καλά να περάσεις μαμά." είπα χαμογελώντας.

Η πόρτα έκλεισε και έμεινα για αλλη μια φορά μονη. Ηταν περίεργο που μου άρεσε; Κάτι τέτοιες μέρες ήθελα την ησυχία μου.

Το χέρια μου εγκλωβισμένα γύρω απο μια κούπα με ζέστη σοκολάτα, ενω το μυαλό μου ταξίδευε. Ο καιρός μουντος όπως και εγώ.

•Η συμφωνία•Où les histoires vivent. Découvrez maintenant