Κεφαλαίο 36.

1.6K 140 4
                                    


Ξημέρωσε Σάββατο, που τόσο επιθυμούσα. Ηταν η μέρα που θα φεύγαμε με τον Γιώργο. Ενα διήμερο μου ηταν αρκετό. Ενα σαββατοκύριακο εγώ και αυτός.

Είχα ξυπνήσει πολύ πρωί, ηταν καθαρά θέμα ανυπομονησίας. Είχα ετοιμάσει την τσάντα που θα έπαιρνα και μαζί το αγαπημένο μου βιβλίο, για να το διαβάζω στην αγκαλιά του. Αφού ήμουν πλήρως τακτοποιημένη και έτοιμη έριξα μια ματιά στον μεγάλο καθρέφτη για να επιβεβαιώσω οτι ήμουν καλή.
Φορούσα ενα μαύρο σορτσάκι μαζί με μια μακρια κοντομάνικι μπλούζα. Τα μαλλια μου φρεσκολουσμενα, πιασμένα σε μια αλογοουρά τόνιζαν τις καλοκαιρινές, φυσικές ανταύγειες μου.

Το κουδούνι χτύπησε τρεις φορες και σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκα στην είσοδο της πόρτας του κήπου αντικρίζοντας τον.

Κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο όμορφος. Τα ξανθά του μαλλιά το καλοκαίρι άνοιγαν και άλλο και ο τροπος που έπεφταν στο πλάι τον έκαναν ακρως ελκυστικό. Το προσωπο του ηταν τόσο λείο και ελαφρώς αναψοκοκκινισμένο. Τα ματια του; τι να πω για αυτά; αυτά με ταξίδευαν σε αλλά μέρη.

"Ετοιμη;" αναφώνησε και ήρθε προε το μέρος μου. Το στιβαρό χερι του άρπαξε την τσάντα με τα πράγματα μου και την τοποθέτησε μαλακά στο πορτπαγκάζ.

Το κόκκινο αμάξι του ήταν έτοιμο να μας παει μια μακρινή βόλτα. Μια βόλτα μονο για εμάς τους δυο.

Μπήκα μέσα και το ταξίδι είχε αρχίσει.

"Μα, που πάμε δεν μου ειπες;" αναφωνησα ξαφνικα κοιτάζοντας τον να οδηγεί προσηλωμένος.

"Κάπου μαγικά, κάπου που μονο εγώ και εσύ θα μπορούσαμε να πάμε." είπε γλυκά έχοντας ενα μειδίαμα στα χείλη του.

Αμέσως το χερι του χάιδεψε απαλά το δικο μου και έμεινε εκεί ώρες. Θαρρώ πως το άφησε όταν φτάσαμε. Εκλεισα για λίγο τα ματια μου και μόλις τα ανοιξα συνειδητοποίησα ότι με είχε πάρει ο ύπνος. Κοίταξα διστακτικά τον Γιώργο στο δίπλα κάθισμα.

"Είσαι πολύ όμορφη όταν κοιμάσαι".

"Ευχαριστώ" είπα με ένα μικρό χαχανητό.

Δεν γνώριζα πόσες ώρες είχαν περάσει, αρκετες λογικά. Κοιτουσα τα τοπία απο απού περνούσαμε, ηταν υπεροχα. Ψηλά δέντρα με καταπράσινα φύλλα θύμιζαν την αρχή του καλοκαιριού, κι ας έφτανε στο τέλος του. Ο ήλιος ήταν αρκετά δυνατός ώστε να σου κοκκινίσει τα μάγουλα. Τα πουλιά σφυριζαν και σιγοτραγουδούσαν.

"Κλείσε τα μάτια σου με αυτήν την κορδέλα" ψιθύρισε στο αυτι μου και μου έδωσε μια βελούδινη κορδέλα.

Εκανα οτι μου είπε και περίμενα πως και πως να φτάσουμε στο μέρος. Ξαφνικά, το αμάξι σταμάτησε και θαλασσινή μυρωδιά τύλιξε την μύτη μου. Είμασταν κοντά στην θάλασσα, ημουν σίγουρη, ειμασταν πολύ κοντά.

Μου άνοιξε την πόρτα του αμαξιού και με καθοδήγησε στο σπίτι ακουμπώντας απαλά την μέση μου. Ενιωσα το χέρι του να ψιλλαφιζει τα μαλλια μου και υστερα να μου βγάζει την κορδέλα πετώντας την στο έδαφος. Ανοίγοντας τα ματια μου κατάλαβα τι εννοούσε. Ολα μου φαινόντουσαν σαν όνειρο, τόσο μαγικά. Πατούσα σε πράσινο χορτάρι που κατέληγε σε άμμο και υστερα στην θάλασσα. Ζήτημα να ήμουν 2 μετρα απο την θάλασσα. Πανω σε εναν γερό βράχο ηταν χτισμένο ενα πέτρινο σπίτι με δυο μεγαλα ξύλινα παράθυρα. Η σκεπή του ηταν ξύλινη και μου θύμιζε σπίτια απο ταινίες.

"Είναι δικο σου;" τον ρωτησα σοκαρισμένη και παράλληλα ενθουσιασμένη.

"Ηταν της μητέρας μου, αλλά τωρα είναι όλο δικο μου." χαμογέλασε πλατιά και με καθοδήγησε μεσα στο σπίτι.

Αφού ανεβήκαμε μερικα ξύλινα σκαλιά, και άνοιξε την ξύλινη πόρτα του πανέμορφου σπιτιού αντίκρισα το εσωτερικό του. Ενα εσωτερικό ομορφότερο απο την εξωτερική του εμφάνιση. Ηταν όλο ξυλινο και αρχοντικό, ηταν οτι έπρεπε για ενα νεο ζευγάρι, για δυο ερωτευμένα παιδιά, για εμένα και για εκείνον.

Η πόρτα έκλεισε πισω μας και εγω έμεινα να κάνω βόλτες στον διάδρομο κοιτάζοντας τις όμορφες κρεμασμένες κουρτίνες και τα σπάνια κάδρα που υπήρχαν. Ηταν μικρό, αλλά πολύ χαλαρωτικο σπίτι. Υπήρχε και τζάκι που απο πάνω στολίζονταν με ενα κάδρο, ενος διάσημου καλλιτέχνη θαρρώ.

"Είναι υπέροχο" τον κοιταξα και του έδωσα ενα φιλί γεμάτο έρωτα.

"Που να δεις και τα κρεβάτια" είπε πονηρά κλείνοντας μου το μάτι.

Προσπερνώντας το σχόλιο του προχώρησα στο υπνοδωμάτιο. Νομιζω ηταν το πιο ομορφο μέρος. Το κρεβάτι ντυμένο στα άσπρα είχε απλωμένα ροδοπέταλα πανω στο μεταξένιο κάλυμμα του. Απο πανω υπήρχε ενα τεράστιο παράθυρο που έβλεπες όλη την θάλασσα.

Καθισμένη στο κρεβάτι αναλογιζομουν ποσο με αγαπάει αυτός ο άνθρωπος. Ποσο με εμπιστεύτηκε για να με φέρει στον χώρο του.

"Είσαι η πρώτη που φέρνω εδώ" ομολόγησε απορροφημένος απο την θέα της θάλασσας.

Αυτές οι λέξεις ξεκλειδωσαν τα αισθήματα μου και τα δάκρυα έτρεχαν..

Εσκυψε στα γόνατα για να είμαστε στην ίδια οπτική απόσταση.

"Οχι, μην κλαις. Δεν θέλω να σε βλέπω να κλαις" μου ψιθύρισε καθώς φιλούσε τα μαλλιά μου που είχαν πάρει μυρωδιά απο την άλμη της θάλασσας.

Σηκωθηκα όρθια και κοίταξα την θάλασσα. Εκείνη την όμορφη θάλασσα που με ηρεμουσε τόσο. Τώρα, τώρα μου ηταν όλα πολύ πιο ξεκάθαρα!

"Θέλω να μιλήσουμε." ψιθυρισα αλλά ήταν αρκετά δυνατά για να με ακούσει και να γυρίσει το βλέμμα του προς εμένα.

•Η συμφωνία•Where stories live. Discover now