Κεφάλαιο 9ο

399 76 60
                                    

Λεβάντα για την πικρία
18 Ιανουαρίου

ΈΛΑ ΜΑΖΊ ΜΟΥ ήταν μόνο τρεις λέξεις και η Βαλερια σιωπηλή τον ακολούθησε σαν να μην μπορούσε να κάνει και αλλιώς , διεσχισαν έναν μακρόστενο διάδρομο πίσω από το παγκάρι, ήταν μια στροβυλιστη σκάλα από εκείνες που χρησιμοποιουσε μάλλον η υπηρεσία ηλεκτροδοτησης ή κάποιος που θα έβαφε την εκκλησία , ενώ κρατιούνταν με όλη την προσοχή που απαιτούνταν και ψαχουλευε με το δεξί της πόδι το επόμενο σκαλί.

Ο Γκρέγκορι ανέβαινε τόσο γρήγορα χωρίς να κοιτάει τα πόδια του, ήταν σαράντα δύο σκαλιά τα μέτρησε όπως έκανε κάθε άλλη φορά και όταν ξέπνοη πάτησε σε στέρεο έδαφος πήρε μια βαθιά ανάσα ικανή να την συνεφέρει από την δίνη. Η ταράτσα ήταν μεγάλη χωρις καμπαναριό , άδεια χωρίς κάγκελα με ένα κτίσμα στην άκρη, υπήρχε υπόστεγο κάτι που απευθείας την έκανε να νιώσει καλύτερα, η Βαλερια τον αναζήτησε ενώ περπατούσε μπροστά με ένα βήμα νωχελικο σαν να ήλπιζε πως αυτό θα κρατούσε παραπάνω από όσο μπορούσε.

« Ανδρομέδα;» ρώτησε και γύρισε αφήνοντας της να τον προφτασει « Στην Αφροδίτη μπορεί να ψιχαλίζει αυτή την στιγμή μεθάνιο ο μόνος τρόπος να μην βραχεις είναι να τρέξεις » η Βαλερια ανακουφιστηκε που είχε εκείνον τον Γκρέγκορι πίσω, εκείνον που ήξερε πως το να μιλάει για άστρα όταν έβρεχε ήταν όμορφο « Δεν έπιασε το κόλπο από ότι φαίνεται» αποκρίθηκε και απομάκρυνε μια μισό στεγνωμενη τούφα μακριά από το μάγουλο της, εκείνος της χαμογέλασε σαν να της είχε πει στοιχηματίζεις;

Ο Γκρέγκορι στάθηκε στην άκρη και ανέβηκε πάνω στο λεπτό διαχωριστικό που τον χώριζε από την άγνωστη απόσταση του εδάφους « Κόψε τις αηδίες» του είπε και πολύ σύντομα ο Γκρέγκορι με τα δύο του χέρια ανοιχτά να του προσδίδουν ισορροπία χαμογελασε ενώ η βροχή γινόταν πιο έντονη κολλωντας τα μαλλιά του στο μέτωπο του, δεν μπορούσε να δει την σπιρτάδα στα μάτια του εκείνο το μπλε κυκλώνα που θυμιζε το σημείο όπου η θάλασσα συναντά τον ουρανό στον βαθύ ορίζοντα, αλλά μπορούσε να δει το χαμόγελο του.

« Ανδρομέδα εδώ θα ανασαίνεις καλύτερα »  είπε και της προσέφερε το χέρι του να ανέβει στο διαχωριστικό. Έμεινε ακίνητη ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να του ουρλιαξει να κατέβει από εκείνο το σημείο, κοιταξε επίμονα το χέρι του νιώθοντας τους σφυγμους της να κάνουν το πρόσωπο της να τρέμει, είχε σηκώσει αέρα και μπορούσε να δει το κορμί του Γκρέγκορι να σαλεύει αν ήταν εύσωμος θα ήταν τυχερός γιατι θα μπορούσε να μείνει πιο σταθερός, αλλα ο Γκρέγκορι ήταν αδύνατος με πόδια μακριά σαν καλάμια « Κατέβα γαμωτο! Θες να πέσεις; » είπε δυνατότερα και ο Γκρέγκορι γελώντας δυνατά πλέον - ένα γέλιο που ισοδυναμούσε με την πιο επώδυνη χαρά - την άρπαξε από τα χέρια και την σήκωσε αφήνοντας την να τον παρασύρει προς τα πίσω του, η Βαλερια έβαλε τα ουρλιαχτά την στιγμή που τα πόδια της έπαψαν να ακουμπουν έδαφος.

The Theory Of NothingΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα