Κεφάλαιο 29ο

231 47 132
                                    

Τα αδειανά χέρια
22 Φεβρουαρίου

ΤΟ ΝΕΡΌ ΕΊΧΕ  αρχίσει να κρυώνει το ίδιο και εκείνος , βυθισμένος στο νερό με τα δάχτυλα του να κάνουν νευρικές κινήσεις για να ρίξουν την στάχτη στα πλακάκια που γυάλιζαν σαν ζωηροι γαλάζιοι καθρέπτες, ή του φάνηκε πως ήταν καθρέπτες.

Σήκωσε λίγο ψηλά το τεύχος με την έκδοση του 1994 για το Apollo και προσπάθησε να ανοίξει τα βλέφαρά του ώστε να σταματήσουν να σκοτείνιαζουν οι εικόνες του, η σάρκα στις απολήξεις των δάκτυλων του είχε γίνει ένα συνονθύλευμα από αυλακώσεις, είχε ποτίσει στο νερό και θα άρχισε να ζαρωνει όπως τα φύλλα του τεύχους νούμερο 142, τα γράμματα ανέβαιναν και κατέβαιναν σαν χοντροκομμενες γραμμές, οι εικόνες παραμορφωνονταν σε έναν κατατονικο ρυθμό σαν να έλιωναν ή να εσβηναν από ένα σκούρο μείγμα άλλων χρωμάτων.

Γατζωθηκε από τον νεροχύτη και ρίχνοντας μια πετσέτα γύρω του με βήματα που ίσα ίσα συναντούσαν το πάτωμα άνοιξε ανακτώντας την συγκέντρωση του την χάρτινη σακούλα. Χαμογελασε ανεπαίσθητα « Μία του κλέφτη – ποτέ είναι η τρίτη; μήπως σήμερα;  .. » άνοιξε την βρύση και μέτρησε στην παλάμη του όσα μικρά μακρόστενα χαρωπά χρωματιστά μπορούσε.

Όταν ξεκλείδωσε την πόρτα του μπάνιο αβεβαια σαν πρωτάρης μεθυσμένος ψιλαφησε την άκρη του τοίχου για να βρει τον διακόπτη ακόμη και αν το φως έμπαινε ήδη από το ένα παράθυρο. Αντί να ξαπλώσει και να προετοιμαστει για το οτιδήποτε που θα άρχιζε να νιώθει σε λίγο, στάθηκε στο παράθυρο και προσπάθησε να διαβάσει τον ουρανό.

Λένε ότι όταν κάποιος θέλει να 'φύγει' ήρεμα θέλει να δει τον ουρανό, όταν το σκέφτηκε γέλασε λιγάκι και το θεώρησε μεγάλη ειρωνεία εκείνος ανέκαθεν κοιτούσε τον ουρανό. Ισως και εκείνος ανέκαθεν ήθελε να φύγει χωρις να ξέρει ακριβώς που ήθελε να πάει. Ο ουρανός ακόμη και αν δεν ήταν καθαρος στα μάτια του είχε ένα χρωμα που του θύμισε σπασμένο ρόδι με ροζ κηλίδες, τόσο πρωινό και ζωντανό με την Πούλια ακόμη να φωτίζει κάπου εκεί πίσω από τα σύννεφα που απορροφούν το αχνό γαλάζιο και το πονηρό πορτοκαλί.

Όλα του θυμιζαν μια ανθισμένη άνοιξη που γεννιέται και πεθαίνει σε λίγα λεπτά στον ουρανό, έτσι ήταν όταν η Ανδρομέδα χάζευε εξω από το παράθυρο ενώ γυρνούσαν την περίφημη εκείνη βραδιά, την κοιτούσε ενώ εκείνη έμοιαζε σαν να εβλεπε για πρώτη φορά τον κόσμο ολόκληρο. Του έλειπε πολύ, στήριξε τα χέρια του στο πρόσωπο του και έκλαψε γοερά, τα δάκτυλα του διεσχισαν το κρανίο του και πήρε μια βαθιά αναπνοή - τον είχε ξεχάσει; Τι είχε συμβεί; Τι έκανε λάθος; Πως μπορούσε να φέρεται έτσι σε εκείνον; Πως μπορούσε να τον αγνοεί; Πόσο έπρεπε να ισοπεδωσει τον εγωισμό για εκείνην; ο Τζακ δεν είχε το δικαίωμα να έχει δίκαιο για εκείνην.

The Theory Of NothingΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα