"Του Έρωτος θελήματα..." (α΄μέρος)

462 47 252
                                    

Καλοκαίρι 956 μ. Χ.

Είχανε πανηγύρι κείνες τις μέρες στη Λακεδαίμονα, και κόσμος πολύς είχε συναχθεί, οι ντόπιοι που βρίσκανε την ευκαιρία για σχόλη, έμποροι και μικροπωλητές που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους και κάθε λογής θαυματοποιοί απ' όλο τον Μορέα αλλά και πιο μακρινά ίσως μέρη. Τα παιδιά τραβάγανε από το χέρι και τα ιμάτια τους γονιούς, οσάκις ήτανε μαζί τους, ζητώντας να τους αγοράσουνε παστέλι, ή λεπτά για να ρίξουνε στον αρκουδιάρη, κουρελή και μισοφαφούτη, που όμως τα έκανε να γελάνε και να φωνασκούν αφιονισμένα, σαν χτύπαγε το ντέφι του κι η καδενωμένη αρκούδα έσειε το βαρύ ταλαίπωρο τομάρι της στο ρυθμό του. Οι κυράδες, πάλι, χάζευαν φορέματα, πλουμίδια, πομάδες και αρώματα, τα πιάνανε, τα οσφραίνονταν, και όταν είχαν μαζί τους τα ανάλογα χρήματα τα δίνανε πρόθυμα για να αποκτήσουν ό, τι λαχταρήσανε με την αφή, το θώρι ή το μύρισμα, κι ας στραβομουτσούνιαζαν πολλές φορές οι άντρες τους με την κουταμάρα της γυναικείας φιλαρέσκειας. Κατέβηκε κι η Αναστασώ λοιπόν να κάνει χάζι σ' αυτό το πατιρντί, και βέβαια έχοντας σκοπό μήπως βρει τίποτα καλό να προσθέσει στον μικρό της θησαυρό. Και κάτι εντόπισε σύντομα: στον πάγκο απάνω ενός πραματευτή, που 'χε σταθμεύσει το κάρο και το γαϊδούρι του κοντά της, μέσα σ' όλα τα άλλα ξεχώριζε ένα άσπρο χτένι κοκαλένιο, στολισμένο με κόκκινα μικρά μαργαριτάρια. Άστραψε τότε το βλέμμα της δεκαπεντάχρονης κοπέλας, σίγουρα αυτό το φινετσάτο αντικείμενο ταίριαζε γάντι στη μελαχρινή ομορφιά της.

«Έμπορα, πόσο το πουλάς;» ρώτησε τον άνθρωπο δείχνοντάς το.

«Ανάλογα... Πόσα έχεις να δώσεις, κοπελιά;» της επέστρεψε εκείνος την ερώτηση, τηρώντας την απ' την κορφή ως τα νύχια. Η Αναστασώ ψαχούλεψε το πουγκί της, έβγαλε τα νομίσματα στην παλάμη της και την άνοιξε.

«Τόσες φόλλεις» αποκρίθηκε, με την ελπίδα στα μάτια, μα ο έμπορος έγνεψε αρνητικά.

«Αποκλείεται. Το χτένι αυτό αξίζει τουλάχιστον μιλιαρέσι... Δε μπορώ να σ' το πουλήσω, λυπάμαι»

Κι έκανε να της γυρίσει την πλάτη. Μια σκιά απογοήτευσης πέρασε απ' την όψη της, όμως το παιχνίδι το ήξερε πλέον και ήταν έτοιμη να παζαρέψει, όταν άκουσε μια φωνή πίσω της:

«Δεν έχει αυτή η παρακατιανή να πληρώσει; Μη σπαταλάς τον χρόνο σου, καλέ μου άνθρωπε... Εγώ μπορώ να τ' αγοράσω το χτενάκι!»

Μεμιάς η Αναστασώ γύρισε να κοιτάξει ποια ήταν η αντιδιεκδικήτριά της, αν και δε χρειαζόταν. Την είχε αναγνωρίσει από τον εκνευριστικό ήχο που έβγαζε το στόμα της... Ήταν η Ξένη, η θυγατέρα του πρωτονοτάριου του θέματος Πελοποννήσου και Ελλάδος, που είχε τη φαμελιά του εδώ στη Σπάρτη, ένα νερόβραστο πλουσιοκόριτσο στην ηλικία της περίπου, το οποίο δεν έχανε την ευκαιρία για επίδειξη, μαζί με δυο τρεις άβρες της που τη συνόδευαν.

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα