«Ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα ...»*

222 22 84
  • Αφιερωμένο στον/ην ElliPam91
                                    

Το χιόνι έπεφτε πυκνό από νωρίς, κείνο το βράδυ της Παρασκευής 10 Δεκεμβρίου 969, σκεπάζοντας τη Βασιλεύουσα Πόλη με τη λευκή του σιγαλιά.

Ο βασιλέας Νικηφόρος Φωκάς είχε τολμήσει να κατέλθει σ' ένα από τα παρεκκλήσια των ανακτόρων για να παρακολουθήσει τον Εσπερινό. Την ώρα που οι ψάλτες μελωδούσαν τα απόστιχα, ένας ιερέας τον πλησίασε, και του επέδωσε εμπιστευτικά ένα σημείωμα, λέγοντάς του ότι ήτανε για κείνον.

«Ποιος σου το ενεχείρισε; Σου είπε τι γράφει;» ρώτησε ο Νικηφόρος, γροικώντας μια κρυφή ταραχή.

«Ένας μοναχός, δέσποτα, δε μου ανέφερε το όνομά του... Πάντως μου ζήτησε να σ' το δώσω γρήγορα...»

«Ο Αθανάσιος...» συλλογίστηκε και ταυτόχρονα ψέλλισε σιγανά, και μια παγωμάρα έπιασε την καρδιά του, η οποία εντάθηκε, άμα ξεδίπλωσε το τεμάχιο του χάρτου και διάβασε τις φράσεις πάνω του: «βασιλιά, μάθε ότι αυτή τη νύκτα σου μέλλεται να χαθείς με τρόπο φοβερό... ερεύνησε το δωμάτιο και θα δεις ότι είναι αλήθεια, εκεί είναι κρυμμένοι αυτοί που θα διαπράξουν τη σφαγή σου»... Έσφιξε τις χούφτες του, ρίγος τον διαπέρασε, και με το που απέλυσε η ακολουθία – αιώνας του φάνηκε – έσπευσε στον κοιτωνίσκο του, κάλεσε τον δούλο του τον ευνούχο Μιχαήλ, που τον είχε καταστήσει στην επίβλεψη των ανακτορικών θαλάμων, του αφηγήθηκε το περιεχόμενο του σημειώματος και τον πρόσταξε να κάνει αυτό που επέτασσε ο συντάκτης του, περί του οποίου ήταν πεπεισμένος ότι επρόκειτο για τον Αθανάσιο.

«Κύριέ μου, μην ανησυχείς άδικα... Κανένας δεν κρύβεται στο Παλάτι, που να είναι έτοιμος να επιβουλευτεί τη ζωή σου» αποκρίθηκε καθησυχαστικά ο Μιχαήλ, νιώθοντας στιγμιαία να τον καψαλίζουν στη λώπη του χιτώνα του τα αργύρια που είχε λάβει από τον Ιωάννη. «Μην πιστεύεις τα λόγια ενός χαρτίου που δεν ξέρεις καν σίγουρα την προέλευσή του... Ηρέμησε, αφιερώσου στη μελέτη των ιερών κειμένων, όπως πράττεις καθ' εκάστην τέτοια ώρα, και άσε έπειτα τον ύπνο να σου κλείσει λυτρωτικά τα βλέφαρα...»

Έτσι μίλησε ο υπηρέτης, και έφυγε, κι ο Νικηφόρος βυθίστηκε σε περισυλλογή. Βαριά ένιωθε την ψυχή του, σκοτεινιασμένη, τις πράξεις όλες της ζωής του, καλές ή λιγότερο καλές, να στροβιλίζονται στο αγαθό κεφάλι του. Κατέφυγε στο βιβλίο των Ψαλμών για απολύτρωση, και ανοίγοντας τυχαία σ' ένα φύλλο του κώδικα, πήρε να αναγινώσκει χαμηλόφωνα, κάνοντας συχνά – πυκνά σταυρούς και βαθιές μετάνοιες...

«Άναψε τον πύραυνο, Αναστασώ μου, να θερμανθούμε» γύρεψε η Θεοφανώ της ψυχοκόρης της, ενώ βρισκόταν στο κουβούκλι της. «Χειμωνιά σωστή απόψε...»

Αυγούστα Θεοφανώ, η Λάκαινα #historicalfiction2020 #TYS2020Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα